INK_ Το ανεξίτηλο μελάνι του Δημήτρη Παπαϊωάννου (γράφει η Ναταλία Κουτσούγερα)

INK dimitris papaioannou sto megaro


Η αρνητικότητα αναταράσσει τη βεβαιότητα της κυριαρχίας μέσω μιας «συνάντησης», και συγκεκριμένα μιας συνάντησης με την αποξένωση και την οικειότητα του σχετίζεσθαι.
Lauren Berlant & Lee Edelman
Σεξ, ή το Αβάσταχτο

Εκείνο το βράδυ του Σαββάτου που έπεσα να κοιμηθώ μετά την παράσταση ΙNK του Δημήτρη Παπαϊωάννου ήταν ένα από τα πιο παράξενα και ανήσυχα βράδια της ζωής μου. Στον ύπνο μου περιπλανήθηκα ανάμεσα σε γκρι πολυκατοικίες και σκοτεινά σοκάκια διακατεχόμενη από απωθημένα συναισθήματα. Λιντσικές μορφές με περιτριγύριζαν, ενώ άγνωστα πρόσωπα που νόμιζα γνώριμα άνοιγαν αμφιλεγόμενους και ψυχρούς διαλόγους μαζί μου. Αμφιθυμικές ενορμήσεις με εξέθεταν μπροστά σε μια διαρκή απορία. Καθώς άνοιγα τα μάτια μου προσπαθούσα να καταλάβω εάν βρίσκομαι στην πραγματικότητα ή σε όνειρο. Το πιο παράξενο από όλα ήταν ότι δεν μπορούσα να καταλάβω ποια από τις δυο συνθήκες τελικά θα με ικανοποιούσε. Ήταν σαν να έπεσα ξαφνικά σε μια σκοτεινή δίνη όπου το ασυνείδητο έδινε ρεσιτάλ και η κάθε είδους αρνητικότητα σε αύξουσα ταχύτητα με σόκαρε και συνάμα με συνάρπαζε, με τύλιγε σφιχτά και ταυτόχρονα με τίναζε ψηλά. Στο όνειρο της επόμενης νύχτας βρέθηκα σε κάποιο φουτουριστικό ασπρόμαυρο βιομηχανικό περιβάλλον, να περνάω μ’ ένα διαστημικό όχημα σ’ ένα παράλληλο σύμπαν, αναζητώντας την αντίστοιχη εαυτή μου σ’ έναν ταυτόχρονα ίδιο και διαφορετικό κόσμο, αποφεύγοντας ωστόσο να την αντικρύσω μετωπικά.

Το παράδοξο είναι ότι μόλις έφυγα από το Μέγαρο Μουσικής δεν ένιωθα ιδιαίτερη συναισθηματική εμπλοκή με τα δρώμενα και τα πρόσωπα της παράστασης. Σε κάποια σημεία μάλιστα είχα θεωρήσει πως ο χορογράφος είχε κρατήσει υπερβολικά αργούς ρυθμούς χωρίς νόημα και δεν είχε καινοτομήσει σε σχέση με προηγούμενά του έργα. Οι συνεχόμενες επαναλήψεις δεν με είχαν πείσει για τη λειτουργικότητά τους. Αντιλαμβανόμουν ότι επρόκειτο για ένα πολύ προσωπικό έργο, αλλά απλούστατα ένιωθα ότι το δικό του προσωπικό ήταν ανέπαφο με το δικό μου. Είχε κρατήσει κάποια πράγματα για τον ίδιο χωρίς να τα μοιραστεί; Η μήπως η αντι-ετεροκανονιστική του διάθεση αντιπάλευε τη δική μου ανεπαίσθητη εσωτερίκευση μιας κανονικότητας; Γιατί δεν είχα συλλάβει και συν-αισθανθεί την παράσταση;

Σε αντίφαση με αυτή την αίσθηση αδυνατότητας μιας διυποκειμενικής διασύνδεσης με το έργο, δεν μπορούσα με τίποτα ωστόσο να εξηγήσω γιατί έμεινα αποσβολωμένη στην καρέκλα μου για πολύ ώρα, ενώ ο κόσμος αποχωρούσε από τον εξώστη, σαν να μη θέλω να εγκαταλείψω τη σκηνή και τον ίδιο τον Παπαϊωάννου. Αν ήμουν όντως τόσο ασύνδετη, δεν μπορούσα να καταλάβω γιατί ένιωθα ένα ευεργετικό δέος παρά του ότι δεν είχα εντοπίσει κάποιο ταυτισιακό νήμα με αυτό που μόλις είχα δει. Σε προηγούμενα έργα του, βγαίνοντας από την αίθουσα είχα αντιληφθεί σχεδόν με κάθε βεβαιότητα τι διακυβευόταν στο Συμβολικό και στο Εικονοφαντασιακό. Είχα κατανοήσει τις λεπτοφυείς εφαπτόμενες διακλαδώσεις του έμφυλου, του κοινωνικού και του πολιτισμικού, τις οποίες και αποτύπωνε πάντα περίτεχνα στα έργα του, στολίζοντάς τα με μια αρχαιοελληνική εικαστικότητα και καλαισθησία, όπως και με μια αξιοθαύμαστη σφαιρικότητα που μεταμόρφωνε τις πρώτες ύλες του σε επιτόπια διηγήματα και προσέφερε απολύτως ελεγχόμενες πολυσημίες και ετεροτοπίες. Καθώς αγκάλιαζε και ταυτοχρόνως συγχώνευε το τοπικό και το παγκόσμιο, το οικείο και το ανοίκειο, το υλικό και το άυλο. Τώρα τίποτα. Ένα ακατανόητο. Ένα κενό. Ένα κενό ακατανόητο όμως, που με προκαλούσε να το διαφωτίσω, όπως οι λαμπυρίζουσες μπάλες του INK.

Μια ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα επικρατούσε στο ετερόκλητο κοινό όταν κάθισα στον εξώστη. Είχα φτάσει νωρίτερα απ’ ότι συνήθως και ο κόσμος αργούσε να ανέβει. Πολύ γρήγορα όμως η κίνηση εντάθηκε και το κοινό άρχισε να συγκεντρώνεται. Τα βλέμματα που διασταυρώναμε ήταν γεμάτα αμηχανία και προσμονή γι’ αυτό που περιμέναμε ν’ ακολουθήσει. Σαν να περιμέναμε κάποια συγκλονιστική αποκάλυψη. Ύστερα, καθώς τα φώτα χαμήλωσαν, η λεπτεπίλεπτη μορφή του Παπαϊώαννου έκανε την εμφάνισή της με αργά βήματα στη μαυροφορεμένη σκηνή. Ήταν ξεκάθαρα ένας διαφορετικός Παπαϊωάννου. Ένας Παπαϊωάννου άδειος, μέσα σ’ ένα ολοφάνερο πέπλο πένθους, όπως η μαύρη αέρινη σκηνή πίσω του. Ένα πένθος όμως αγαπητό και γνώριμο, πένθος αιώνιο και διαχρονικό, ένα υβριδικό πένθος-γέννηση. Πνοή του ανθρώπου στον κόσμο. Πρωτόγονη ύλη. Η σωματική του στάση και η αύρα του εξέπεμπαν ακατέργαστη ποιότητα, όπως και μια λαϊκότητα ενός κουρασμένου μεσήλικα, που μας ξάφνιαζε καθώς του απέδιδε ένα ασυνήθιστο βάρος. Οικείο μεν ως σωματική γλώσσα του ανδρικού σωματότυπου ελληνικών, μεσογειακών ή βαλκανικών καταβολών, αλλά παράλληλα ακατανόητο σε εμάς ως προς την ιδιοσυγκρασία εκείνου, γνωρίζοντας ότι πρόκειται για τον ίδιο αυτό δημιουργό που δεν διαπνέεται από ίχνος κούρασης αλλά από οξυδερκές πνεύμα και την ακατάπαυστη ανθεκτικότητα που διακρίνει την οντότητα ενός ρηξικέλευθου, ανήσυχου διανοούμενου. Ένα βάρος από την άλλη που δεν είχε να κάνει με την ηλικία, καθώς οι επιτελέσεις που ακολούθησαν αποδομούσαν και υπερέβαιναν την κατηγορία της ηλικίας, αλλά και την ίδια την ιδιότητα του «πατέρα» που του αποδόθηκε στις ερμηνευτικές απόπειρες για το INK.
Το νερό είναι παντού. Το υγρό στοιχείο είναι παντού. Τρέχει από την παροχή που χειρίζεται ο χορογράφος, πετιέται με μανία και διασκορπίζεται με βοή επάνω στη σκηνή. Στα δεξιά του μια κόκκινη μάνικα, την οποία χρησιμοποιεί για να γεμίζει μια διάφανη γυάλινη σφαίρα. Το κόκκινό του συμβολικό. Φαίνεται σαν να έχει παραμερίσει τη χαρά, την ευθυμία, την επιθυμία, το jouissance. Εκείνος, κάθιδρος και μουσκεμένος ως το κόκκαλο, εκτελεί επαναλαμβανόμενες αργές κινήσεις. Θυμίζει ψαρά, λιμενεργάτη, ναυτικό, οικοδόμο. Κρεμάει ένα ημιθανές χταπόδι (σαν επηρεασμένος από ιαπωνική αισθητική επιστημονικής φαντασίας) επάνω του και ανακατεύει τη σφαίρα με το νερό. Το ηχητικό τοπίο γεμίζει από σκληρούς θορύβους. Κανείς μας δεν γνωρίζει αν προκύπτουν από τη σκηνή ή από κάποια βομβιστική επίθεση εκτός σκηνής. Η αμηχανία μας όλο και μεγαλώνει. Το πίσω μέρος της σκηνής βρέχεται και φουσκώνει σαν άγρια μαύρη θάλασσα. Βυθιζόμαστε μαζί του στο ακατάληπτο και μαζί οικείο μας πένθος.

Μέσα από το σκοτεινό σκηνικό ξεπροβάλλει ένα ανθρώπινο λευκό σώμα, καλυμμένο από μια πλαστικοποιημένη μεμβράνη. Είναι ο αγαλμάτινος Šuka Horn. Καθώς σέρνεται στο μαύρο υγρό έδαφος ο Παπαϊωάννου τον αντιλαμβάνεται και τον κυνηγά. Επιδιώκει να τον καμακώσει σαν θηρευτής θαλάσσιου όντος. Τραβά τη μεμβράνη και ο σφριγηλός κούρος που εμφανίζεται πια ξεκάθαρα συγκολλιέται μαζί του. Αναταραχή ερμηνειών. Ο χορογράφος θέλει να τον φυλακίσει ή να τον απεγκλωβίσει; Ο λευκός κούρος τι επιδιώκει; Είναι το ασυνείδητο; Η χαμένη χαρά για ζωή και έρωτα; Είναι ο φανταστικός εραστής; Ο χαμένος εαυτός; Με ζωώδεις κινήσεις ο Παπαϊωάννου τον χτυπά διαρκώς, παλεύοντας να τον εγκλωβίσει σαν έντομο σε ποτήρι. Τον διπλώνει μέσα στην πλαστικοποιημένη επιφάνεια που μοιάζει τώρα με σάβανο. Κατόπιν τον απελευθερώνει, του πετά το χταπόδι, τον ξεπλένει ενώ ο κούρος σπαρταρά σαν ψάρι. Προσπαθεί να αναστηθεί και εκείνος τον σέρνει. Τελικά ο Παπαϊωάννου μένει μόνος με το χταπόδι στα χέρια και την πλαστικοποιημένη επιφάνεια που από διάφανη έχει γίνει σκούρα, ένα κουτάκι που συμβολίζει τη σμίκρυνση της ζωής του. Ένα κουτάκι φυλακή. Άξαφνα η ασημένια από τους φωτισμούς αυλαία (θυμίζει λίγο τον ρευστό ουρανό στο Still Life) ανοίγει σε δύο μέρη. Ένας ρόμβος σχηματίζεται τότε και ο Παπαϊωάννου μπαίνει μέσα με μια πρόθεση να προχωρήσει βαθιά. Ωστόσο ξαναγυρίζει πίσω.

Αναπάντεχα η σκηνή γεμίζει αντανακλάσεις από στρογγυλούς ιριδισμούς, οι οποίες έχουν προκληθεί από μια ασημένια ντισκομπάλα που κρατά στα χέρια ο δημιουργός (φανερές εδώ οι αναφορές του στην δεκαετία του ’80). Είναι η μέθοδός του για να μας προσεγγίσει. Να μας ανοίξει την ψυχή του και να μας κάνει να τον συναισθανθούμε. Η ασημένια μπάλα που θυμίζει αστραφτερό διαμάντι μάς γεμίζει χαρά και επιθυμία για μια έντονη απαστράπτουσα παρουσία, για κοσμική ζωή, για ερωτική λαχτάρα. Ο Παπαϊωάννου παίζει με την υπομονή μας και με τις εξοστρακισμένες επιθυμίες μας. Επαναλαμβάνει κινήσεις ξανά και ξανά. Ο κούρος εμφανίζεται πάλι (εκείνος του πετάει άνετα ένα σλιπ, σαν να έχει εξοικειωθεί πια με την παρουσία του) και στήνουν από κοινού ένα παράξενο παιχνίδι με τη στρογγυλή γυάλα/μπάλα, κάτι μεταξύ τρόμου και παιδικότητας. Μια εικονοπλαστική αναπαράσταση του ίδιου του εαυτού ως άλλου, υπό την «ιδιότητα του άλλου», κατά Ρικέρ, μέσω μιας μεταφοράς: ενός τρομακτικού παιχνιδιού που έχει ως στόχο την αποφυγή αναγνώρισης της ξενότητας του εαυτού και την ανάληψη ευθύνης απέναντι στις επιλογές της ζωής. Οι μπάλες μοιράζονται πάντα και στους δυο και συμβολοποιούν το διακύβευμα. Που δεν είναι άλλο από την ίδια την πολλαπλότητα του υποκειμένου.

Στη συνέχεια κατακλύζουν τη σκηνή ψάρια που σπαρταρούν, κυνηγημένα από τους πρωταγωνιστές, καταβροχθισμένα και από τους δυο. Ο συμποσιασμός είναι η στιγμιαία συμφιλίωση που τους ενώνει σε μια κοινή δράση και κάποια αμέριμνη χρονικότητα. Τα ψάρια ξαναζωντανεύουν και ο Παπαϊωάννου ξαναβρίσκει την αγριότητά του, αγριότητα ενός θηρευτή. Τοποθετεί τώρα ένα τραπέζι επί σκηνής και αρχίζει πάλι το πότισμα, ενώ αμέσως μετά ορμά στο κόκκινο λάστιχο και στην πίεση του νερού που έρχεται κατά πάνω του. Στην επόμενη σκηνή ο κούρος εμφανίζεται περιβλημένος από μια εξωτική αγνότητα, μέσα σε κινούμενα δενδρύλλια, όπου ακούγονται κουδούνια προβάτων και βουκολικά σφυρίγματα. Κοιμούνται μαζί αυτή την όμορφη ζεστή νύχτα. Οι συνειρμοί φέρνουν τώρα την ενθύμηση του χασίματος στη φύση και τη γαλήνη που αυτή μας προσφέρει. Μιμούμενος τη σεξουαλική πράξη, ως καταληκτική σκηνή ευφορίας, ο κούρος υποχωρεί, τα δενδρύλλια χάνονται. Μένει ο κεντρικός ήρωας, μόνος, σ’ έναν βάλτο, δίπλα στο χταπόδι. Η θλιβερή μουσική μάς μεταφέρει την απέραντη μοναξιά που τον ξανακυριεύει. Ανοίγει πάλι την παροχή νερού προς τα πάνω, δημιουργώντας αυτή τη φορά ένα σιντριβάνι. Η τραγικότητά του κορυφώνεται καθώς αγκαλιάζει κάτι αόριστο. Είναι άραγε μωρό ή χταπόδι;

Από εκεί και ύστερα το σκηνικό αλλάζει για τα καλά. Η σκηνή αναβοσβήνει σε κόκκινους γκλίτερ φωτισμούς και μετατρέπεται σ’ ένα φαντασμαγορικό τσίρκο με εμπνεύσεις από βωβό κινηματογράφο. Παιγνιδίζοντας μεταξύ σοβαρού και αστείου, οι δυο ήρωες φτιάχνουν θηλιές με το κόκκινο λάστιχο, οι οποίες μπλέκονται σε διάφορα μέρη του σώματός τους, αλλά όχι στο λαιμό τους. Στόχος δεν είναι η θανάτωση αλλά η βασανιστική πράξη. Ο Παπαϊωάννου κρατάει ένα ντέφι και δίνει το ρυθμό. Δεν γνωρίζει αν χορεύει με τον κούρο ή αν τον καταδιώκει, αλλά ούτε και ο κούρος γνωρίζει τι ακριβώς συμβαίνει. Έτσι ξεκινά ένα κωμικό σαδομαζοχιστικό παιχνίδι και, καθώς στη σκηνή χαμηλώνουν τα φώτα, μουσικές από κλαρίνα ακούγονται στο βάθος, θυμίζοντας σκυλάδικο ή τσιγγάνικο γλέντι. Όπως πάντα, οι αναφορές στην ελληνικότητα δεν εκλείπουν. Κι εκεί που νομίζουμε ότι οι δυο πρωταγωνιστές έχουν φιλιώσει, η μουσική κλείνει απότομα και ο Παπαϊωάννου βάζει στον Horn ξανά τη θηλιά και τον τυλίγει. Ο ίδιος μπλέκεται στα δίχτυα του σωλήνα που μοιάζει με ομφάλιο λώρο. Μια ασημένια πύλη ανοίγει τότε στο πίσω μέρος της σκηνής και ο κούρος, παλλόμενος από έντονους χτύπους καρδιάς που τον οδηγούν στο φινάλε, τρέχει προς ένα τέρμα, αντικρίζοντας το κοινό, δίνοντάς μας την αίσθηση ότι επίκειται μια αισιόδοξη ριζοσπαστική αλλαγή. Η κίνησή του όμως σταματά απότομα και ο κούρος εξαφανίζεται. Στη σκηνή μένει ο βαρύς πένθιμος Παπαϊωάννου, κρατώντας το χταπόδι. Το χτυπά 30 φορές βυθίζοντάς μας γι’ ακόμη μια φορά στο πένθος. Κάτι προ-πολιτισμικό, κάτι βίαιο, κάτι ωκεάνια αρχαίο και πρωτόγονο απλώνεται ξανά στη σκηνή. Και στην όσφρησή μας παραμένει η μυρωδιά της «ψαρίλας» μιας σκοτεινής λιμανούπολης. Μυρωδιά που αν και δεν την οσφραινόμαστε με κυριολεκτικούς όρους, τη νιώθουμε να μας διαπερνά και να μας απογυμνώνει.

O Παπαϊωάννου δηλώνει σε συνέντευξή του: «Μπήκα σε μια περίοδο που ήμουν γεμάτος φως και αγάπη και έφτιαξα ένα σκοτεινό έργο». Και πράγματι δημιούργησε το INK σε μια περίοδο πανδημίας, αποστερήσεων και κακουχίας, φόβου για την τέχνη στο αύριο και προσωπικών απωλειών. Ένα πλαίσιο που παρά το σκοτάδι του, κινητοποιεί το υποκείμενο, ενώ παράλληλα το απενεργοποιεί και το καθηλώνει. Το INK προέκυψε μέσα από αυτή την παραδοξότητα, αυτή την κομβική αντίθεση, μέσα από τον φόβο και παράλληλα την τάση του να καταλύσει κάθε μορφή ταυτοποίησης και σχέσης του με συμπαγή πρότυπα, δυισμούς και πολιτικές ορθότητες. Κι αυτό το καθιστά ένα καθαρά κουήρ έργο, ένα έργο που μετουσιώνει την παραδοξότητα και τη συγχώνευση αντιθετικών στοιχείων. Ακόμη όμως αναρωτιέμαι: Τι αναδεικνύεται τελικά ως πιο σημαντικό για τον δημιουργό, το σκοτάδι ή το φως; H φαντασίωση ή η πραγματικότητα; Το πένθος ή η ζωτική ένταση; H επανάληψη ή η ρήξη; Ο άγριος πόθος ή η μοναχικότητα; Μπορούμε να αποκολληθούμε από τις ζωές που «δεν μας ταιριάζουν», όπως μας λέει η Berlant, και να ζήσουμε μια ζωή πέρα από την επιβίωση; Πέρα από δίπολα; Kι αν ναι πώς μπορεί να γίνει αυτό νωχελικά, σπλαχνικά, σαν να πλέουμε σε ζεστή μήτρα, όπως ακριβώς επέδρασε και η ίδια η παράσταση επάνω μας; Ή μήπως πρόκειται απλώς για ένα όνειρο;

Ο Παπαϊωάννου παλεύει τόσο με αυτό το βολικό «μοναχικό» όσο και με το εύκολο «ερωτικό» που του εξασφαλίζει μια «καλή ζωή». Παλεύει και μας κοινωνεί αυτή την πάλη, μας την μεταγλωττίζει χωρίς να εκβιάζει κάποιο ταυτισιακό συναίσθημα, αλλά δεν φαίνεται να μας προσφέρει και μια εύκολη απάντηση. Περισσότερο μας μεταφέρει ανεπιτήδευτα αυτή την αιώνια για εκείνον πάλη, που μόνο λίγες στιγμές διαύγειας τη χαρακτηρίζουν. Με μια έντονη αλλά τρυφερή απαισιοδοξία. Και καταλήγω. Στο ιδιότυπο έργο του IΝΚ, μέσα από το αξεθώριαστο μελάνι του στοχαστικού, δραματικού χταποδιού, ένα μελάνι που μοιάζει με εξωγήινο ριζωματικό σπέρμα, ο δημιουργός εναντιώνεται σε έναν εναγκαλισμό του έρωτα ως θετικότητα – ίσως προκαλώντας και μια αποδόμηση της κατεστημένης εικόνας του – αλλά και ως συμβατικό (βάναυσο κατά Berlant) οπτισμό. Θα έλεγε κανείς πως το INK είναι ένας ύμνος στο αντι-ερωτικό – ως αντίθεση σε ένα ηγεμονικά δοσμένο ερωτικό – μια ματιά που με συντάραξε βαθιά και μύχια και εισχώρησε μέσα μου αργά και οργανικά σαν την υγρή μολυβί στεριά του. Μια συνάντηση με τον εαυτό και τον άλλον ως ετερότητα, πολλαπλότητα και αρνητικότητα. Ως οικειότητα και αποξένωση. Mια συνάντηση που υποκρύπτει ευαλωτότητα, ακόμα και όταν αυτή φορά τον μανδύα της επικυριαρχίας και της βαρβαρότητας. Μια θαρραλέα εκδήλωση και επίγνωση της (ερωτο-)φοβίας του ως «μια ζωή αλλιώς», μια ζωή καταδικασμένη σ’ ένα γόνιμο πένθος, η οποία αξίζει ακόμα και ως τέτοια να βιωθεί. Σαν ένας άλλος Κρόνος που τρώει τα παιδιά του και μαζί τον έφηβο εαυτό του, προστρέχοντας σε κάποιες ονειρικές μνημονικές εκλάμψεις, επιστρέφοντας όμως πάντα στην αναπόφευκτη επανάληψη και σ’ έναν γνώριμο, μονόχνοτο εαυτό. Και το ερώτημα παραμένει αναπάντητο, χαράζοντας το δρόμο για νέες αλχημιστικές χορογραφίες: Τι είναι αυτό που κάνει το ρευστό μελάνι να παραμένει ανεξίτηλο; Υπάρχει τελικά και κάτι άλλο μετά από το συνεχόμενο χτύπημα του χταποδιού;

Ναταλία Κουτσούγερα (Dancetheater.gr)

Read 992 times Last modified on Δευτέρα, 30 Ιανουαρίου 2023 20:32

Follow Us