H Χρυσάνθη Μπαδέκα είναι γνωστή για τη χρήση πολυμεσικών μεθόδων και τον συχνό συγκερασμό βίντεο εγκατάστασης και ψηφιακών τεχνολογιών στην απόδοση μιας πλουραλιστικής, απεδαφικοποιημένης και αφαιρετικής χορογραφικής σύλληψης. Το έργο της re-Flow Portraits αποτελείται ξανά από τη χρήση των παραπάνω μεθόδων και μιας κινηματογραφικής γραφής φυσικο-χορευτικών επιτελέσεων – που κινείται ανάμεσα στο ταμπλό βιβάν και τα εφέ αργής κίνησης – και επιχειρεί να αποτυπώσει την πληθυντική (νεανική) διασωματικότητα σε κρίση, ένα θέμα που εξακολουθεί να είναι ιδιαίτερα επίκαιρο. Το νεανικό σώμα αλλά ευρύτερα και το σώμα σε διακινδύνευση στην εποχή των αλλεπάλληλων κρίσεων και αποσταθεροποιήσεων έχει υποβληθεί σε διαδικασίες έντονης πειθάρχησης και συμπίεσης με ζοφερά αποτελέσματα που εντυπώνονται στην ψυχολογία και στα σώματα τόσο των νεαρών υποκειμένων όσο και των παιδιών. Η τηλεοπτική και ψηφιακή διαμεσολάβηση βρίσκεται παντού κάτι που η δημιουργός τονίζει με τις τεχνολογίες που χρησιμοποιεί. Κατακλύζει την ανθρώπινη κοινωνικότητα και επηρεάζει τη σωματική μνήμη αλλά και την ίδια την έννοια της κοινωνικής διαδικασίας, εκπέμποντας πληθυντικά έναν εσωτερικευμένο φόβο για έκθεση και εναντίωση στην καταπίεση ενώ ευνοεί την αδράνεια και την εσωστρέφεια.
Η Μπαδέκα αποφασίζει να φωτίσει αυτές τις πλευρές χρησιμοποιώντας την αναλυτική κατηγορία της “νεότητας” και της επαναστατικότητας που αυτή συμβολίζει μέσα από μια πολυμεσική εγκατάσταση που στόχο έχει να διαδράσει με τους θεατές σε ένα ταυτόχρονα «απτό» και «διάφανο» επίπεδο, κάτι που μας μεταφέρεται πολύ απαλά μέσα από την χρήση ακτίνων laser που διαπερνούν τα δάκτυλά μας και εξαπλώνονται μέσα στον ίδιο τον υλικό χώρο της βίντεο-εγκατάστασης. Επιδιώκει να αναδείξει πώς οι καταστάσεις επισφάλειας και κρίσης αποτελούν όχι μόνο μια αρνητικά συμβολοποιημένη κατάσταση αλλά κυρίως το έναυσμα για αλλαγή, ένα διαρκές “επαναστατικό γίγνεσθαι” κατά Deleuze και Guattari. Έναν αγωνισμό και μια διαρκή πάλη απεγκλωβισμού, ακόμα και από σημαντικές προσκολλήσεις που μπορεί να στρέφονται εναντίον μας, κάτι που συχνά ξεχνάμε σε μια καθημερινότητα “κρίσης”. Έτσι η Μπαδέκα προτείνει την επιστροφή στο συλλογικό και στην συναισθαντικότητα μέσα από τις διαρκείς και αλλεπάλληλες κρίσεις που γίνονται κανονικότητα. Μια πολιτική επαναοικειοποίηση του σοκ προς όφελος της δια-σωματικής επαφής και της συν-κίνησης, όχι της ατομοκεντρικής αδράνειας.
Χρησιμοποιώντας οθόνες τοποθετημένες σε μια κυκλική σειρά – έτσι ώστε να δημιουργεί την αίσθηση μιας παρεΐστικης ατμόσφαιρας στους θεατές που τοποθετούνται εντός του κύκλου, ερχόμαστε σε επαφή με το οπτικό υλικό. Στις διαφορετικές οθόνες βλέπουμε κυρίως νεανικά σώματα που κινούνται με αργή κίνηση, ίσως ως μια αναπαράσταση της αργοπορίας και νωχελικότητας που δημιούργησε η πανδημία, η καραντίνα, αισθήσεις και αισθητηριακότητες που δημιουργούνται συχνά κατά τη διάρκεια κρίσεων ή μετα-κρίσεων. Σταδιακά όμως τα slow motions στην ενεργητικότητα των νεαρών σωμάτων που παρατάσσονται υπό την μορφή γλυπτών ή ταμπλό βιβάν, υποχωρούν για να δώσουν τη θέση τους σε ένα fast-forward. Σε ένα ανυπέρβλητο πάθος για ζωή, κίνηση και αλλαγή, με τη γυναικεία δύναμη να πρωτοστατεί σε αυτό το κυκλικό δρώμενο απεκδυόμενη από οποιοδήποτε «παραδοσιακό» της χαρακτηριστικό. Μια γυναίκα διαφεύγει του πλήθους τινάζεται σε έκσταση και παίρνει τη θέση αρχηγού, δυο γυναίκες αγκαλιάζονται τρυφερά και ανακαλύπτουν τις διασωματικότητές τους. Μουσική και χρωματισμοί αντανακλούν αυτές τις ατμόσφαιρες.
Κόκκινο έντονο χρώμα εξαπλώνεται στη σκηνή για να δηλώσει την κατάσταση «έκτακτης ανάγκης» και επενδύεται με αντίστοιχα έντονη μουσική. Λίγο αργότερα το ηχητικό τοπίο ηρεμεί για να δοθεί έμφαση στη ροή. Καθώς κοιτάμε τις διαφορετικές προβολές όπου ο καθένας/μια βλέπει από άλλη οπτική γωνία, δίνουμε έμφαση σε διαφορετικά στάδια των χορογραφιών, αλλά παράλληλα μας δίνεται χρόνος για να διαντιδράσουμε σε κάποιο ορισμένο βαθμό (ακριβώς όπως μας δόθηκε στην εμπειρία της πανδημίας) με τα σώματα των υπόλοιπων θεατών γύρω μας. Στην διαντίδραση αυτή ρόλο παίζουν οι ακτίνες laser που δημιουργούν την αίσθηση ότι μας βάζουν και εμάς στην θέση των πρωταγωνιστών μέσα στην οθόνη. Το παιγνίδισμα μέσω του αγγίγματος των ακτίνων δημιουργεί αυτή την αίσθηση ροής, το reflow που η Μπαδέκα μας θέτει στον τίτλο και μας δένει με τα υπόλοιπα σώματα αλλά και το χώρο γύρω μας (ο οποίος μετατρέπεται σε μη-τόπο), δημιουργώντας μια αίσθηση δημιουργικής ανατρεπτικότητας, όχι μέσω της μετωπικής ηγεμονικής ρήξης αλλά μέσω της απαλότητας, της διαίσθησης και της διάρκειας.
Πριν τις ακτίνες τον ρυθμό ωστόσο μας τον δίνει η περφόρμερ Εμμανουέλα Κόρκη. Μεσολαβεί ανάμεσα στα σώματα των περφόρμερ στις οθόνες, στην ψηφιακότητα και στις εξακτινώσεις των laser και των δικών μας σωμάτων. Ενσωματώνει τις κινήσεις των χορευτών/τριών, τις περιλούζει με τρυφερότητα και μας τις διακομίζει επιτελεστικά. Σημαντικό σημείο της παράστασης ήταν η εμφάνιση στην οθόνη του μεγαλύτερου άντρα που μας κοιτάζει με ευθυτενές βλέμμα ανοίγοντας το πουκάμισο του σε αργό ρυθμό, καταδεικνύοντας την απελευθέρωση που μπορεί να πραγματοποιηθεί και σε μια άλλη ηλικία σε συνθήκη κρίσης. Η ενθύμηση της νεότητας που συνδέεται με το ριζοσπαστικό και το απελευθερωτικό. Σε μια παραδοξότητα πρόκειται για μια διάνοιξη που μας προσφέρθηκε μέσα από τις αλλεπάλληλες κρίσεις γιατί η αποστέρηση δεν σηματοδοτεί μόνο επισφάλεια αλλά και συνειδητοποίηση της επισφάλειας αυτής χαράζοντας έναν ριζικό δρόμο προς το έτερο και το νέο. Έτσι η συνολική γεύση που μας αφήνει η παράσταση της Μπαδέκα είναι ακριβώς αυτή η αίσθηση της αλλαγής και της μεταμόρφωσης. Ένα re-flow άγνωστων πορτραίτων στα οποία αναγνωρίζουμε τις εαυτές/εαυτούς μας. Μια ρευστή και αυθόρμητη κίνηση προς τα εμπρός παρά τις αντιξοότητες, χωρίς αυτοέλεγχο. Στο κάλεσμα για τη δεύτερη θέαση έξω από τον κύκλο η αίσθηση είναι αρκετά διαφορετική παρατηρώντας τους άλλους και είναι σημαντική για τον συνολικό αναστοχασμό από ένα άλλο παράθυρο αν και η Μπαδέκα αφήνει ανοιχτή αυτή την επιλογή.
Στο έργο της Αγνής Παπαδέλη Ρωσσέτου “ο Κήπος”, το πρώτο στάδιο που θα περάσουν οι θεατές είναι το κλείσιμο των ματιών με ένα λεπτό ύφασμα για μια “τυφλή” ιδιόμορφη ξενάγηση. Στη συνέχεια ο/η ξεναγός θα μας αγγίζει για να μας φέρει σε επαφή με το περιβάλλον σε μια διαδικασία εξοικείωσης υπό διαμεσολάβηση. Μια διαμεσολάβηση που εναλλάσσεται μιας και ο/η ξεναγός μας δεν παραμένει το ίδιο πρόσωπο ή του ίδιου φύλου. Πολλαπλές έμφυλες συναισθήσεις διαμεσολαβούν την εμπειρία και τα εναλλασσόμενα χέρια, πλάτες και σώματα που μας αγγίζουν και αγγίζουμε μας εξοικειώνουν με το σωματοποιημένο φύλο μας. Αγγίζουμε και μας αγγίζουν, μια λαχτάρα που μας έλλειψε και μας βγαίνει αυθόρμητα ενώ παράλληλα αναδύεται μη-έλλογα.
Επιπλέον τα σώματα αυτών που μας καθοδηγούν δεν μας εξοικειώνουν σε κάτι ανοίκειο αλλά σε κάτι οικείο όπως καθημερινά αντικείμενα και το φυσικό περιβάλλον και διαμέσου αυτών εξοικειωνόμαστε και με τους ίδιους τους εαυτούς μας στη σχέση τους με τα περιβάλλοντα, τα σώματα, τα αντικείμενα. Αυτή η επανα-εγκατοίκηση σε έναν εαυτό που μας είναι παραδόξως ανοίκειος μέσω ενός/μιας/@ “άλλου”- “άλλης” - “άλλ@” είναι κάτι που συνδέεται με την παράσταση που έπεται. Την εμπιστοσύνη στην εαυτή μας μας δημιουργούν τα ίδια τα χέρια των ξεναγών ακόμα και στις δύσκολες ή αμήχανες στιγμές όπως η αίσθηση του εγκλωβισμού αγγίζοντας το αδιέξοδο ενός τοίχου, ή των σιδερένιων κάγκελων που δημιουργούν συναισθήματα πανικού και φαντασιακά φυλακής. Άλλοτε πάλι τα χέρια μας καθοδηγούν σε χορευτικά παιγνιδίσματα που προκαλούν γέλια και αυτοσαρκασμούς ή αποδομήσεις καθιερωμένων διαδικασιών και κανονικοτήτων (π.χ. το να αγγίξει κανείς ένα μολύβι σημαίνει απαραίτητα ότι θα πρέπει να γράψει).
Διαπιστώνουμε πόσο ανακουφιστικό είναι το άγγιγμα κορμού δέντρου, φύλλου, στύλου, χορού ακόμα και του περιορισμού γιατί έχει να μας μάθει κάτι. Πώς οι ανδρικές και γυναικείες ποιότητες μέσω τις αίσθησης της αφής προσφέρουν άλλες δυνατότητες. Εδώ συναντιούνται η δομή της εμπειρίας με την δομή της γνώσης, μια συνθήκη που χαρακτηρίζει τις αισθήσεις (Seremetakis 1994). Παρόλα αυτά η τυφλότητα δεν είναι το επίκεντρο. Είναι το μέσον για να επανεφεύρουμε τον κόσμο μέσα από μια λησμονημένη φαντασία, να ζήσουμε αλληγορικά δηλαδή πραγματικά. Γιατί το αλληγορικό δεν είναι αντιθετικό με το ρεαλιστικό είναι αντιθέτως, αυτό που είναι καθόλα πραγματικό. Αυτό που συνιστά μια “αυθεντική” πραγματικότητα αποκρυμμένη και αποποιημένη εξαιτίας της διαρκούς τάσης συμβολοποίησης. Μια κατεξοχήν πολιτική πραγματικότητα. Αυτό διερευνά εν τέλει κινητικά και η χορογράφος: “αυτή την περιοχή του ‘πραγματικού’ σώματος, την απόδοση χώρου στην κίνηση ενός ‘πραγματικού’ σώματος πριν προλάβει το υποκείμενο να συμβολοποιήσει”.
Η παράσταση της Αγνής Παπαδέλη Ρωσσέτου εμπνέεται από το ντουέτο 'Ένας πολύ Ειρηνιρικός ωκεανός" όπου επεξεργάστηκε τη σχέση του προσώπου και την ιδέα της γκριμάτσας ως μιας μορφής στραπατσαρίσματος της σάρκας. Φαίνεται αμέσως ότι την χορογράφο απασχολεί ιδιαιτέρως το ασθενές και αποκείμενο σώμα, κυρίως μέσα από τις γκριμάτσες που σταδιακά αναπτύσσουν οι χορευτές. Η παράσταση ξεκινά φαινομενικά ήρεμα στον κήπο Συλλόγων Ελλήνων Αρχαιολόγων από πέντε περφόρμερ όπου ο ένας παρακολουθεί τον άλλο. Βέβαια παρά την φαινομενική “κανονική” σωματικότητα και διασωματικότητα από την αρχή η ιδιόμορφη, άκαμπτη και διασπώμενη κίνηση παραπέμπει σε κάτι γηραιό, αντικανονικό και διαταραγμένο. Στην συνέχεια τα σώματα κολλούν μεταξύ τους, δημιουργώντας κολλώδη γλυπτά, γίνονται ενσωματώσεις και μάζες αλλά χωρίς να αποτελούν πλήρεις συγχωνεύσεις. Τα κεφάλια και τα άκρα των χορευτριών/ων ξεπροβάλλουν σε στιγμές για να εκφράσουν αόριστες επιθυμίες και συναισθήματα προβαίνοντας σταδιακά σε παραμορφώσεις.
Τα σώματα ανταλλάσουν υλικότητες και ακρότητες, αλλά κατά παράδοξο τρόπο όχι “ενέργειες”. Τα σώματα διαφεύγουν πέρα από κάθε έννοια ενεργειακότητας και παραμένουν σε ένα επίπεδο εξωτερικής ύλης. Η Παπαδέλη-Ρωσσέτου εμπνέεται όπως λεει από το τραύμα, την ασθένεια, αλλά και την απόλαυση συγκροτώντας μια ιδιόμορφη ιδέα του “γκροτέσκο” ως μια μεθοριακότητα ανάμεσα στο κωμικό και το αρνητικό. Φαίνεται να αποφεύγει οποιαδήποτε εννοιολογική διαδικασία ενδοσκοπικής περιγραφής μέσα από τη χρήση του σώματος αλλά και της κίνησης. Η εξωτερικότητα και κατ επέκταση η επιφανειακότητα αλλά και η αποξήλωση συνιστούν της μεθόδους της για την αναζήτηση των ορίων και της πολιτικής ουσίας της υλικότητας αλλά και της συναισθαντικότητας. Μας λέει κριτικά μέσα από αυτή την παράσταση ότι υπάρχουν ρηξικέλευθες διαστάσεις στην πρόσμιξη αλλά έως έναν βαθμό. Μαθαίνουμε από το τραύμα, την αρρώστια και την κακουχία αλλά σε πιο βαθμό μοιραζόμαστε πραγματικά αυτές τις εμπειρίες; Και σε ποιο βαθμό μας θεραπεύει να μοιραζόμαστε αυτές τις εμπειρίες με άλλα πρόσωπα; Η ξενάγηση που μας προσφέρει συνδέεται επίσης με αυτά τα ερωτήματα.
Πώς δημιουργούνται τα όρια ανάμεσα στα σώματα και στις εμπειρίες που μεταφέρονται σωματικά; Τα σώματα των πρωταγωνιστών ενώ κατά κύριο λόγο πολτοποιούνται προς το τέλος ανακτούν την ακεραιότητά τους. Έτσι για το τέλος η μετατροπή του κήπου σε δημόσιο ψυχιατρείο και άσυλο όπου ο καθένας παίρνει τη θέση του καταλήγει να μοιάζει ότι πιο οικείο και ζεστό. Μας ανακουφίζει και μας θεραπεύει από την διαρκή συγχώνευση και την αγωνία που αυτή προκαλεί. Μια θεραπεία που έρχεται σίγουρα μέσα από την τραυματική μετατροπή και συγχώνευσή μας και μάλλον την στραπατσαρισμένη εκδοχή μας.