Τι περιεχόμενα μπορεί να λαμβάνει η χορογραφική σύνθεση του σπασμού σε σύγχρονα χορογραφικά εγχειρήματα μέσα από τεχνικές popping και σωματικού θεάτρου; Οι παραστάσεις «Αφήνω Ανοιχτά» και «Άτιτλον» με αφορμή τη διαπραγμάτευση διαχρονικών ζητημάτων όπως το τραύμα, η ψυχική ασθένεια και η περιθωριοποίηση μας μιλούν για τα περιεχόμενα του ευάλωτου σώματος που συνδέονται με τη συνθήκη της σύγχρονης νεοφιλελεύθερης βιοαισθητικής.
H Melissa Blanco Borelli στο σημαντικό άρθρο της «A dance between chaos and complexity: choreographing the spasm in music videos» (2016) αναλύει τον σπασμό ως μια ενσωμάτωση του νεοφιλελεύθερου πνεύματος μέσα από την ανάλυση δυο μουσικών βίντεο: του Lotus Flower των Radiohead και του Once in a Lifetime των The Talking Heads. Όπως μας λέει, η ταχύτητα του σημειοκαπιταλισμού και η αδυσώπητη αντοχή και εξάντληση που παράγει μας οδηγεί στη συναισθηματική κατάθλιψη αφού, όπως υποστηρίζουν ορισμένοι κριτικοί θεωρητικοί όπως ο Beradi, δεν έχουμε την ικανότητα να αναπτυχθούμε σε αυτή τη συνεχόμενη αλλαγή ταχύτητας και ρυθμού. Ο Berardi ισχυρίζεται ότι η κατάθλιψη είναι τόσο διαδεδομένη σήμερα γιατί η σύγχρονη οργάνωση παραγωγής βασίζεται σε μια συσσώρευση της ταχύτητας.
Αν το να γίνεις υποκείμενο απαιτεί στοχασμό, φροντίδα και εξάσκηση, η κοινωνικά επιβεβλημένη απαίτηση-αξία της ταχύτητας δημιουργεί μια τεταμένη κατάσταση. Αυτή η ένταση μεταξύ γρήγορου και αργού είναι αυτό που προκαλεί την κατάσταση του «σπασμού». Όπως μας λέει το σημερινό κοινωνικό/πολιτικό πρόβλημα λόγω της καταναγκαστικής επιτάχυνσης των καθημερινών ρυθμών είναι ο σπασμός, που εκπηγάζει από την οικονομία του ανταγωνισμού. Σύμφωνα με τον Berardi, ο σπασμός είναι μια κατάσταση όπου «το σώμα είναι λιγότερο ικανό να ζει και να αναπνέει σε αρμονία με άλλα σώματα» λόγω της αυξημένης επισφάλειας στην εργασία και καθημερινή ζωή. Εμπνευσμένη από τη θεωρία της χαόσμωσης του Guattari που διαθέτει μια ζωτική δύναμη, όπου το περίπλοκο πάντα δύναται να καταργηθεί μέσα από τη σχιζοειδή, χαοειδή συμπεριφορά, η Borelli μας μιλά για τις δυναμικές δυνατότητες του τρεμάμενου σώματος και της ρηγματώδους συνέπειας που μπορεί να επιφέρει, ως στιγμή ανατροπής και αποκάλυψης της στρεσογόνας νεοφιλελεύθερης λαίλαπας, ως μια ποιητική αποκάλυψης της ενσαρκωμένης σχέσης με τον σημειοκαπιταλισμό.
Στο «Αφήνω Ανοιχτά» σε σκηνοθεσία Σοφίας Φωτεινάκη με πρωταγωνιστές τη Στέλλα Κουλουβαρδή και τον Παναγιώτη Καστρίτση ξεδιπλώνεται θεατρικά, εικαστικά και χορευτικά η ιστορία της διπολικής διαταραχής. Ο funk χορός popping στον οποίο επιδίδεται η έμπειρη χορεύτρια Στέλλα Κουλουβαρδή αποτελεί το ποιητικό όχημα μετουσίωσης του σπασμού, ο οποίος μετασχηματίζεται συμβολικά σε κάτι ανάλογα ρηξικέλευθο με την περιγραφή της Melissa Blanco Borelli, αποκαλύπτοντας την ενσαρκωμένη σχέση της ψυχικής διαταραχής με το μόρφωμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού. Μεταφορικά η ταχύτητα του χορού popping συνδιαλέγεται με το πνεύμα του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού που παράγει την ψύχωση. Ο Παναγιώτης Καστρίτσης σε μια ήρεμη, σχεδόν διαλογιστική θεατρική περφόρμανς, αντιπαραβάλλεται στα σπασμωδικά περιβάλλοντα που δημιουργούνται από τον χορό popping, υποστηρίζοντας το κέντρο της θεματικής, δηλαδή την αργή και ύπουλη εξέλιξη της ασθένειας της διπολικής διαταραχής στο άτομο και τη σταδιακή βίωση της εμπειρίας της. Η Στέλλα Κουλουβαρδή μεταμορφώνεται πότε σε καθησυχαστική εσωτερική φωνή και πότε σε διαβολάκι ή σε κακιά μάγισσα. Το τελευταίο εκφράζει τον ψυχαναγκαστικό εαυτό της διπολικής διαταραχής και πολύ έξυπνα στην παράσταση παρομοιάζεται με τον πανοπτικό ψυχιατρικό λόγο που υπαγορεύει πειθαρχικές πράξεις. Ο εαυτός παρουσιάζεται ως «άλλος», ή προσπαθεί να ελέγξει έναν εσωτερικό «άλλον», ο οποίος τον (επί)κρίνει διαρκώς. Η Στέλλα Κουλουβαρδή εμφανίζεται και εξαφανίζεται αναλόγως με τις φάσεις μανίας και κατάθλιψης του πρωταγωνιστή.
Το «Αφήνω Ανοιχτά» αποτελεί μια πρωτότυπη πολυμεσική και διακειμενική παράσταση [π.χ. το εικαστικό τοπίο εμπλουτίζεται από βίντεο, φωτογραφίες, ζωγραφιές και παιδικά παιχνίδια), που αποδομεί την «παθολογική» εικόνα του διπολικού ατόμου μέσα από μια αυθόρμητη γλυκύτητα. Ο διπολικός προβάλλεται ως ένας άνθρωπος που ουσιαστικά αποζητά την παρέα και όχι την απομόνωση, αντίθετα δηλαδή από την εικόνα που συνήθως προβάλλεται στη δημόσια κουλτούρα. Όπως αναφέρεται συγκεκριμένα επιδιώκει να γίνει το τίποτα για να γίνει το παν, μια μη συμβατική διαδικασία που ο καθημερινός «υγιής» ναρκισσιστής αποφεύγει επιλέγοντας να είναι πάντα το «παν», αποφεύγοντας οποιαδήποτε ρυπαρότητα ή τρωτότητα. Στην παράσταση, καθημερινές στιγμές τραγικότητας και ευχάριστες παιδιάστικες στιγμές εναλλάσσονται, όπως ακριβώς συμβαίνει στη ζωή ενός ανθρώπου που μπορεί να μην υποφέρει από μια ψυχικά διαγνωσμένη νόσο. Το διπολικό άτομο δεν νιώθει εύκολα ενσυναίσθηση, όχι από εγωισμό αλλά γιατί πολύ απλά δεν υποκρίνεται, στοχεύοντας στην επιβίωσή του σε έναν σκληρό νεοφιλελεύθερο κόσμο όπου η επιτυχία και η θεαματικότητα προκρίνονται ως εισιτήρια για την αποδοχή. Και από την άλλη, αυτή η έλλειψη, όπως και σε οποιοδήποτε άλλο «υγιές» άτομο συνδέεται με κοινωνικούς και περιβαντολλογικούς παράγοντες, όχι με βιολογικούς.
Οι εναλλασσόμενοι φωτισμοί αναδεικνύουν τις ρομποτικές κινήσεις και τα τρεμουλιάσματα του popping στο υπερφορτισμένο σώμα της Κουλουβαρδή, ενώ τα ιντερμέδια σιωπής μας εξοικειώνουν με τη φυσικότητα και αμεσότητα μετάδοσης του θεατρικού περιβάλλοντος. Καθώς η αφήγηση προχωρά με πολυμεσικούς και διακειμενικούς τρόπους, το επίκεντρο μετακινείται από την Στέλλα Κουλουβαρδή στον Παναγιώτη Καστρίτση ο οποίος ανοίγεται σιγά σιγά στο κοινό και κοινοποιεί πως νιώθει για το έκκεντρο παιχνίδι της αγάπης στο οποίο εμπλέκεται. Την αγάπη για τον εαυτό και τον άλλον, την αγάπη που αναζητά, που βρίσκει, που χάνει και που ξανακερδίζει. Το παιχνίδι με τα φάρμακα – που φοριούνται σε κολιέ σε μια υπέροχη εικαστική παρέμβαση – συνδυάζονται με τον γλυκό ήχο της κιθάρας, εντείνοντας τα ανάμεικτα συναισθήματα. Ο πρωταγωνιστής κοιμάται για να ξεχάσει μεν αλλά ακόμα και εκεί μπορεί να βασανίζεται. Ο ύπνος στο διπολικό άτομο μπορεί να είναι τόσο δαιμονικός όσο και λυτρωτικός, όπως άλλωστε συμβαίνει και σε ανθρώπους χωρίς ψυχική διαταραχή. Στο τέλος της παράστασης όλοι μαζί (μαζί και ο κιθαρίστας Χρήστος Ηλιόπουλος), κάθονται και παρακολουθούν με φυσικότητα μια ωραία ταινία με τους εαυτούς τους πρωταγωνιστές σε μια ειδυλλιακή κατάσταση, κατάσταση η οποία καθιστά πραγματική και καθόλα υπαρκτή την ευτυχία του διπολικού ατόμου. Ευτυχία που δύσκολα αναγνωρίζεται από τον «κανονικό» κόσμο που έχει μάθει να ταυτίζει την ψύχωση με τη δυστυχία.
Η παράσταση της Αντωνίας Οικονόμου με τίτλο «Άτιτλον» αποτελεί μια μορφή σωματικού θεάτρου που μας άφησε άφωνες τόσο για την πρωτοτυπία της εικαστικής σύλληψης που διαρρηγνύει τα όρια ζωγραφικής και χορού όσο και για την προσεγμένη κινησιολογία των περφόρμερ. Περιγράφει ακριβώς το Γκουαταριανό χάος που μιλά για μια ιδιάζουσα τάξη και απλοποίηση του περίπλοκου μέσα από τη χαοειδή διαδικασία, όπου ο σπασμός αναλαμβάνει μια πρωταρχική σύγχρονη αμφίσημη λειτουργία εξαφάνισης και επανανακάλυψης του εαυτού αλλά και του «άλλου». Σε ένα [αρχικά] ασπρόμαυρο σκηνικό που διαρκώς αλλάζει εξαιτίας των εναλλαγών φωσφορούχων και LED νυχτερινών φωτισμών, παράξενα όντα ξεδιπλώνουν μια goth αφήγηση που θυμίζει μεσαιωνικό ποίημα, ενώ μοιάζει να αντλεί έμπνευση τόσο από την αρχαία τραγωδία όσο και την ασιατική χοροθεατρική περφόρμανς αλλά παράλληλα θυμίζοντας κάτι και από την αισθητική των Dirty Granny tales και των Smashing Pumpkins. Ο σπασμός επικρατεί ως η κινησιακή λούπα που ενσωματώνεται μέσα από διαφορετικά σημεία του σώματος (κυρίως χέρια και κεφάλι) ενώ ο κορμός διατηρείται τις περισσότερες φορές άκαμπτος. Ο σπασμός επιστρατεύεται για να οδηγήσει τελετουργικά και σε μια κλιμακούμενη ένταση ορισμένα σώματα στην αυτοκαταστροφή και στην ανάδειξη του τραύματός τους. Μια διαδικασία που τα οδηγεί στην εξάρθρωσή τους αλλά και στην τελική αναγέννησή τους, κάνοντας τους «κακούς»-δυνατούς να αποδυναμωθούν.
Εντός σκηνής στήνεται ένας τρισδιάστατος εφιάλτης καταδίωξης από μαυροφορεμένες γριές μάγισσες, με ηρωίδα μια αγαλμάτινη χορεύτρια που αναδιπλώνεται στο ημιδιάφανο συνθετικό λευκό φόρεμά της, ενώ ένας κατατρεγμένος από τον χρόνο και τη ζωή άντρας που διαρκώς τινάζει το σακάκι του τελικά συνειδητοποιεί την απ-αλλοτρίωση για να εκφράσει το δημόσιο πένθος του. Ο υπέροχος μασκοφορεμένος χορευτής-πλάσμα σε πουέντ συμβολίζει τον χαοτικό τοξικό άνθρωπο που τροφοδοτεί τη συνεχόμενη απ-αλλοτρίωση και υπηρετεί αθόρυβα και αόρατα το κακό. Πρόκειται για έναν τρισδιάστατο εφιάλτη που δεν θέλεις όμως να τελειώσει, με τα tableau vivant των περφόρμερ να αλλάζουν διαρκώς θέση και μορφή κρατώντας αμείωτο το ενδιαφέρον. Οι κινητικές φόρμες ήταν ιδιαίτερα προσεγμένες και τα χορευτικά σώματα υπό τους ήχους του Constantine Skourlis και Vivaldi σε έναν αψεγάδιαστο συγχρονισμό, μετατρέπουν τη χορογραφία του σπασμωδικού σώματος σε ένα εικαστικό πείραμα μεταξύ σύγχρονου και κλασικού χορού – όπου η κλασική ποιότητα παραμένει πάντα φαντασματική και φευγαλέα. Τα σώματα συνενώνονται και αποξενώνονται μέσα από μια ρυθμική μηχανιστική σωματική ποιητική που δημιουργεί ιδιόμορφα ανσάμπλ με τον σπασμό στο επίκεντρο. Ο μυστικισμός αναδεικνύεται από όλο το σκηνικό και κυρίως από τον ρουχισμό που συνδιαλέγεται με το σώμα, είτε για να το εξαφανίσει, είτε για να το αναδείξει. Ο σπασμός συνδέεται με άλλους σπασμούς για να συγκροτήσει πάντα ένα νέο αποτέλεσμα, να οδηγήσει στη συνειδητοποίηση και στον εναγκαλισμό του τραυματικού και τέλος στην αναγέννηση μέσα από τα σκονισμένα ερείπια του παρελθόντος και τα ψυχρά θρηνητικά περιβάλλοντα.
Ναταλία Κουτσούγερα (Dancetheater.gr)
Η Ναταλία Κουτσούγερα είναι κοινωνική ανθρωπολόγος που ενεργοποιείται στη διασταύρωση επιστημονικών περιοχών όπως η ανθρωπολογία των νεανικών πολιτισμών, η ανθρωπολογία του χορού και της μουσικής, η οπτική ανθρωπολογία, ο λαϊκός πολιτισμός και το φύλο. Από το 2009 ασχολείται με την κριτική ανάλυση παραστάσεων σύγχρονου χορού και περφόρμανς χρησιμοποιώντας εργαλεία από την ανθρωπολογία, την πολιτική φιλοσοφία, τις θεωρίες του συν-αισθήματος και τις κριτικές σπουδές χορού. Εργάζεται στο Πάντειο Πανεπιστήμιο ως Εργαστηριακό Διδακτικό Προσωπικό στο Τμήμα Κοινωνικής Ανθρωπολογίας.