Mithkal Alzghair, Pina Bausch, Σπύρος Κουβαράς - Synthesis 748

Φθινόπωρο 2016: Mithkal Alzghair, Pina Bausch, Σπύρος Κουβαράς-Synthesis 748

της Ναταλίας Κουτσούγερα


«Displacement» / Mithkal Alzghair

Πώς μπορεί να χορογραφηθεί η αναδίπλωση της ταυτότητας με κέντρο τον εκτοπισμό και την αποστέρηση; Ο σύριος χορευτής και χορογράφος Mithkal Alzghair, που ζει και εργάζεται προς το παρόν στο Παρίσι βιώνοντας έναν ημι-εθελούσιο εκτοπισμό, καταπιάνεται με ένα από τα πιο επίκαιρα θέματα των σύγχρονων καιρών και μας παρουσιάζει στην μικρή σκηνή της Στέγης Γραμμάτων και Τεχνών (στα πλαίσια του αφιερώματος στη Συρία) μια performance που συμπυκνώνει όχι απλώς την εμπειρία του βίαιου εκτοπισμού λόγω πολέμου αλλά και την οικουμενική εμπειρία του να βρίσκεται κανείς μετέωρος και εκτός γνώριμου τόπου (υλικού ή νοερού). Μια ιδιαίτερη παράσταση που βασίζεται σε καθημερινά βήματα (που συναντάμε στους παραδοσιακούς χορούς της Συρίας) για το εκτοπισμένο, αεικίνητο αλλά και ακίνητο (καθηλωμένο) σώμα, τις στρατιωτικοποιημένες έξεις και τις στρατιωτικοποιητικές δομές που συνθέτουν το Συριακό γίγνεσθαι και την πολιτιστική κληρονομιά που εγγράφεται εδώ και πολλά έτη στο Συριακό σώμα.

Στο πρώτο μέρος της παράστασης, παρουσιάζεται η μοναχική πλευρά του εκτοπισμού. Ο Alzghair χρησιμοποιεί εδώ όλα τα διαθέσιμα υλικά (μπότες, παντελόνι, τραπεζομάντιλο, λευκό πουκάμισο) για να περιγράψει την μέθεξη και την απόγνωση που νιώθει κανείς όντας εντός Συρίας, στα όρια του εκτοπισμού, ή εκτός Συρίας, με τον εκτοπισμό σαν βιωμένη εμπειρία. Τα αντιφατικά του συναισθήματα, συναισθήματα έκστασης και απόγνωσης, εγγράφονται στο σώμα και στις λέξεις. Στο τέλος του πρώτου μέρους ημίγυμνος, στήνει την μοναχική του χορογραφία σέρνοντας το παντελόνι του δηλώνοντας έτσι την επισφαλειοποίησή του, την έκθεσή του στο θάνατο και την στέρηση. Το στρατιωτικό πνεύμα, που εκφράζεται κυρίως μέσα από τους σκληρούς ήχους που αφήνουν οι μπότες του και τους στρατιωτικούς χαιρετισμούς, περιβάλλει κάθε κίνησή του και σε μια μινιμαλιστική επιτέλεση φροντίζει να μεταφέρει στο κοινό την αίσθηση αυτή. Μέσα από ακούσματα τραγουδιών που σιγοτραγουδιούνται από Συρίους και την προσαρμογή του σώματός του στη Συριακή μουσική, χωρίς παρόλα αυτά να χορεύει, ξεδιπλώνει μια ατομική performance όπου η βία δεν είναι ποτέ προφανής αλλά ελλοχεύει. Τα χέρια και οι παλάμες του βρίσκονται ψηλά, στραμμένα προς το κοινό που παρακολουθεί (εμβαπτίζοντάς μας και ως τηλεοπτικό κοινό) και δεν καταλαβαίνει κανείς αν αυτή είναι μια κίνηση παράδοσης, χαιρετισμού ή χορού.

Στο δεύτερο μέρος της παράστασής, ο Alzghair, μας κοινωνεί τις εμπειρίες της επιτελεστικής συναισθαντικότητας που βιώνει το εκτοποπισμένο σώμα. Έτσι, παρουσιάζεται στη σκηνή με άλλους δυο συμπατριώτες του και ξεδιπλώνουν από κοινού μια κινησιολογία, ευάλωτη και γυμνή στην κυριαρχία της βίας που υποκρύπτει όμως μια βαθιά δύναμη, τη δύναμη της ενσυναίσθησης, της συντροφιάς και του μοιράσματος του πόνου. Με σηκωμένα τα χέρια τους σαν να χορεύουν ξανά, σε μια επαναλαμβανόμενη ροή απλών βηματισμών/χορευτικών βημάτων, εναλλάσσουν τις θέσεις τους και διαμορφώνουν ανθρώπινα γλυπτά μέσα από αγγίγματα και εικαστικούς σχηματισμούς, καθώς σταδιακά απεκδύονται για να τονιστεί η σαρκικότητα της εμπειρίας και ξανά η τρωτότητα του υποκειμένου μέσα σε αυτήν. Στο τέλος οι performer ακολουθούν διαφορετικά μονοπάτια και μοιάζουν σαν να εξανεμίζονται, να εξαϋλώνονται, να αποσυντίθενται, ή να αποκλίνουν από το σύνολο σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Ο Mithkal επιλέγοντας να κλείσει με αυτόν τον τρόπο την παράσταση, μας μιλά για τις διαδικασίες του βίαιου εκτοπισμού, τις μοναχικότητες και τις συντροφικότητες που την διέπουν, αλλά και το «μετέπειτα» σε νέα εδάφη, επικοινωνώντας το ανείπωτο, το εκτός-λόγου, το μη-αναπαριστώμενο, το μη-επιτελέσιμοˑ δηλαδή μιλά ακριβώς αυτή την «καθαρή» ενσώματη εμπειρία που εκλείπει από τα σύγχρονα media που παρουσιάζουν εικονικά την εμπειρία της βίαιης μετανάστευσης ως μια εξατομικευμένη, μοναχική και αποκομμένη από τον καθημερινό άνθρωπο, πραγματικότητα. Μια εμπειρία που βρίσκεται κάπου «αλλού» και αφορά «άλλα» σώματα και τραύματα.

«Δεν ψάχνω για ένα παρελθόν που δεν υπάρχει πια, ούτε θέλω να δημιουργήσω ένα μέλλον χωρίς αναμνήσεις» δηλώνει σε συνεντεύξεις του ο Mithkal Alzghair και αρνείται να δεχτεί οποιαδήποτε τοποθέτηση της Συριακής εκτοπισμένης υποκειμενικότητας ανάμεσα σε δίπολα. Για αυτό ακριβώς μας μιλά στο τέλος της παράστασής του. Για μια νέα ζωή που δεν βασίζεται στην μελαγχολία και στο πένθος αλλά ούτε και στη λήθη. Μια νέα ζωή που αναζητά τους όρους για την εκ νέου επανεδαφικοποίησή της έξω από κανονικοποιητικές νόρμες ένταξης ή περιθωριοποίησης.

«Sweet Mambo» / Pina Bausch

Δύσκολα μπορεί να περιγράψει κανείς τις εύθραυστες ποιότητες του αριστουργηματικού «Sweet Mambo» της αξέχαστης Pina Bausch, το οποίο παρουσιάστηκε με μεγάλη συγκίνηση από χορευτές και θεατές στην κεντρική σκηνή της Στέγης, όπου το γήρας των χορευτών/τριών του Θεάτρου του Βούπερταλ κάνει ακόμα πιο σαγηνευτική και γήινη την απόδοση της παράστασης. Μέσα από την καρμική μας συνάντηση με αυτό το υπέροχο έργο, διαπιστώνει κανείς πως όπως σε όλα τα έργα της Bausch, έτσι και εδώ, οι μεταφορές των ποιοτήτων του θανάτου, της χαράς της ζωής και της ανθρώπινης ευαλωτότητας παίρνουν τη μορφή μιας λεπτοφυούς ψυχαναλυτικής διαδικασίας που μας επιτρέπει, πιο γρήγορα και από την ίδια την ψυχανάλυση, να αναστοχαστούμε τους εαυτούς μας, να αναγνωρίσουμε τα ιδιώματά μας και τα ιδιώματα άλλων στους/στις πρωταγωνιστές/τριες και να αναρριγήσουμε με την απίστευτη ικανότητα της χορογράφου να αποδομεί, με κάθε σωματική λεπτομέρεια, τις πιο ανεπαίσθητες όψεις και τις πιο ακούσιες κωμικοτραγικές και σαδομαζοχιστικές πλευρές της ανθρώπινης ύπαρξης.

Συνάμα, η ικανότητά της Bausch να αποτυπώνει την φθορά, την πτώση, την επιφάνεια, την ανύψωση και το βάθος μέσα από γρήγορες εναλλαγές εικόνων και σκηνικών γεγονότων είναι ασύλληπτη και μέχρι στιγμής ανεπανάληπτη. Και αυτό γιατί η Bausch κατάφερνε πάντα να αποδίδει όχι απλώς το ανθρώπινο βίωμα και την ανθρώπινη κατάσταση στην ολότητά τους, αλλά να αποτυπώνει τις διαδικασίες τους στο χρόνο που κυλά, καθώς φθείρει ή αφήνει αναλλοίωτα τα άτομα και τα συναισθήματα. Μάλιστα το συγκεκριμένο έργο μοιάζει σαν να είναι μια συνολική αφήγηση όλου του μεγαλείου της ζωής της Bausch λίγο πριν το μεγαλείο του θανάτου της. Μια αφήγηση όπου η ελπίδα δεν είναι ποτέ χαμένη και η ευτυχία γίνεται αθάνατη.

Σε ένα αέρινο σκηνικό περιβάλλον από λευκές κουρτίνες όπου η θηλυκές αιθέριες παρουσίες ηγεμονεύουν, ντυμένες με πολύχρωμες σατέν, βραδινές τουαλέτες και λευκά νεγκλιζέ, σκιαγραφούνται οι διαχρονικές προσωπικότητες και έξεις αντρών και γυναικών και οι μεταβαλλόμενες συναισθηματικές τους καταστάσεις. Τα κλασικά μοτίβα της αγαπημένης μας Pina που αποτελούνται από κοφτές και βίαιες κινήσεις, κυκλικές περιστροφές χεριών, απότομες- διακριτές εναλλαγές, παίξιμο των χεριών με τα μαλλιά και την τοποθέτηση των χεριών στα τσάκρα του σώματος (εδώ στη θέση της μήτρας), συνδυάζονται με την εκφραστικότητα των προσώπων που συνοδεύουν τα φλεγόμενα και υδάτινα σώματα. Τα μαλλιά για την Bausch συμβολίζουν την ελευθερία και κάθε κίνηση που τα συνοδεύει, τη συνθήκη απελευθέρωσης ή υποταγής του υποκειμένου σε κάποια εξουσία. Τα σκηνικά και οι σκηνικές εικόνες που αναπτύσσονται περιγράφουν αυτή τη ρευστή ή φλογερή-εορταστική ατμόσφαιρα. Κάποιες από τις πιο υπέροχες εικόνες της αξεπέραστης αυτής παράστασης ήταν: το γυναικείο σόλο στο τραγούδι These Things με την μελωδική φωνή της Hope Sandoval, όπου ξετυλίγεται όλη η νεανική ευθραυστότητα μιας θηλυκής οντότητας και το πέρασμα του χρόνου επάνω στην νεανική ψυχή. Το άγριο ντουέτο της χαρακτηριστικής κωμικού της ομάδας, που διασταυρώνει τα μέλη του σώματός της με τον εξίσου εξαγριωμένο παρτενέρ της. Η αρπαγή της αιθέριας γυναίκας από τους δύο άντρες που απηχεί στην βία της πατριαρχικής αλλά και μητριαρχικής εξουσίας. Η άγρια φωνή της μητέρας προς την κόρη «Julie» (που επαναλαμβάνεται αργότερα από τον άντρα παρτενέρ) συνταράσσει τα βάθη του ασυνειδήτου, ξυπνώντας μας φροϋδικά σύμπλεγμα. Η ξέφρενη σκυταλοδρομία των αντρών που κρατούν από τα μαλλιά την γυναίκα-θύμα.

Ίσως η πιο συγκλονιστική, εικαστικά και εννοιολογικά, στιγμή της παράστασης ήταν η παρουσία της περίλυπης γυναίκας που κινείται αργά σε μια μαύρη τουαλέτα, με background ένα ασπρόμαυρο δάσος, μετά την βίαιη σκυταλοδρομία, απολαμβάνοντας το πένθος της, βρίσκοντας την γαλήνη στο θάνατο και η ακολουθία των ζευγαριών όπου στις τουαλέτες των γυναικών καθρεφτίζεται το ασπρόμαυρο κινηματογραφικό φόντο. Η εικόνα αυτή μοιάζει να συμβολίζει την αποδοχή του θανάτου από την ίδια την Pina. Μας εντυπωσίασε η σωματοποίηση της ελληνικής γλώσσας από τους performer καθώς και της ελληνικής σωματικής εκφραστικότητας και διασκεδάσαμε με τα εύστοχα κωμικο-τραγικά σχόλια υπαρξιακού ζομπισμού (είμαι νεκρή αλλά καλά). Στο δεύτερο μέρος της παράστασης από τα εκκεντρικά σουαρέ και τα μοναχικά ντουέτα περάσαμε στα σύμπαντα του γυναικείου ναρκισσισμού, της αγριότητας, του παραλογισμού και της πολυπλοκότητας, αλλά και στους πολλαπλούς ανδρικούς κυνισμούς με τα σόλο των αντρών. Στο έργο οι άντρες περιγράφονται ως απρόσωποι δρώντες, ως κενοί, βίαιοι και επιφανειακοί, περιορισμένοι στη σφαίρα του υποτυπώδες. Οι Portishead δίνουν τον τόνο και η παράσταση κλείνει με το υπέροχο σόλο της ξανθιάς χορεύτριας που εξαφανίζεται καθώς την παίρνει ο άνεμος.

«3 mountains not to climb» / Σπύρος Κουβαράς-Synthesis 748
Σπύρος Κουβαράς - Synthesis 748 |
O Σπύρος Κουβαράς και η ομάδα Synthesis 748 από το Παρίσι, παρουσίασαν στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης το «3 mountains not to climb», μια παράσταση που προσαρμόζει την εικαστική της φιλοσοφία στην αρχιτεκτονική του κάθε χώρου που λαμβάνει χώρα και διαθέτει έντονα χαρακτηριστικά γαλλικού μινιμαλισμού. Η παράσταση αντλεί το περιεχόμενό της της από την Γέννηση της Τραγωδίας του Φ. Νίτσε και χτίζεται στη βάση μιας φουκωικής ετεροτοπίας, που λειτουργεί υπό τις αρχές της εκτακτότητας, του εφήμερου, του ουτοπικού και της εντροπίας. Όπως και σε προηγούμενα έργα της Synthesis 748 και του Κουβαρά (π.χ Ανάσκαμα#1: Άτιτλο: Μνήμη) η λογική αλληλουχία αναζητείται μέσα στο χάος, η ασυμμετρία συναγωνίζεται με την συμμετρία και το τυχαίο με το μεθοδευμένο.

Τα τρία άφυλα σώματα (Σπύρος Κουβαράς, Κορίνα Κοτσίρη, Λίνα Ιωαννίδου) χτίζουν μια τελετουργική ατμόσφαιρα αίρεσης που ενισχύεται από το πρωτότυπο ηχητικό κολάζ του Γιώργου Κουβαρά που αποτελείται από παρατεταμένες ή παραμορφωμένες φωνές υψίφωνων και βαρύτονων, βιομηχανικούς-φαγωμένους ήχους, σκρατσαρίσματα, μηχανικούς ήχους που παραπέμπουν σε αξονικούς τομογράφους, ανθρώπινα επιφωνήματα και αναφωνήματα αγωνίας, επάνω στα οποία χτίζεται μια μεθοριακή κινησιολογία. Κάποιες λέξεις όπως η λέξη borderline δεν θα ήταν ενδεχομένως απαραίτητες από τη στιγμή που η οριακότητα ήταν αυτονόητη. Τα τρία σώματα, που φορούν κατά διαστήματα κράνη, μάσκες, μαλλιαρές περούκες και γεμίζουν προς το τέλος αστραφτερό μπλε και κόκκινο γκλιτερ, χτίζουν διαρκώς μεταβαλλόμενες και σουρεαλιστικές εικόνες έντασης και μεταιχμιακότητας, μεταξύ τρόμου και μετάβασης, σε ένα εικαστικό τοπίο από κόκκινες και μαύρες μπάλες, αλλά και φυτεμένα δενδρύλλια που δηλώνουν τη συνύπαρξη φυσικού και αφύσικου.
Κάθε φορά που κάποιο concept φαίνεται πως πάει να χτιστεί την ίδια στιγμή αναιρείται και η εικόνα γίνεται ελλειπτική, διαφεύγει νοήματος. Έτσι η παράσταση μένει αμφίρροπη και εκκρεμής νοήματος. Πραγματικότητα και ψευδαίσθηση συνενώνονται. Ο τόπος είναι και μη-τόπος, το φυσικό είναι ταυτόχρονα και μη-φυσικό, το ανθρώπινο είναι και μη-ανθρώπινο, το αντικείμενο είναι και μη-αντικείμενο, χτίζοντας έναν κόσμο αντίφασης και ασυνειδήτου. Η καθόλα γεωμετρική κίνηση των performer είναι απόλυτα συγχρονισμένη με την ατμόσφαιρα που χρειάζεται να αποδοθεί και τη μουσική (το σώμα μοιάζει μάλιστα σαν υποχείριό της) και αποτελείται από δονήσεις, διασταυρώσεις χεριών και ποδιών και μοναχικούς εναγκαλισμούς (που υπονοούν την δυαδικότητα και τη διαίρεση στην ταυτότητα). Τα συρσίματα και τα ρολαρίσματα των performer στο πάτωμα διαστέλλουν την εικόνα που προσλαμβάνει ο θεατής, ενώ το σώμα συμπαρασύρει τον θεατή στη λαγνεία της εκτατακτότητας και στην αναμονή της αλλαγής, παρά το καθεστώς τρόμου. Ο ερωτισμός σε όλη τη διάρκεια είναι άφαντος και αδιανόητος.

Καθώς το έργο προχωρά προς το τέλος του, ρευστοποιείται όλο και περισσότερο. Τα πρόσωπα αποκαλύπτονται σιγά σιγά (αλλά ποτέ στην πραγματική τους μορφή), ενώ η γυμνότητα μετατρέπεται και αυτή σε αντικείμενο. Σε ένα μινιμαλιστικό τέλος που κλείνει αναπάντεχα αυτή τη διαρκή εναλλαγή εικόνων, η μια εκ των δυο γυναικών μένει ακίνητη σε μια απότομη γεωμετρική στάση ποδιών υποδεικνύοντας μια αόριστη κατεύθυνση, καθώς η μουσική κορυφώνεται και προσομοιάζει με ήχο αεροπλάνου που συγκρούεται στο έδαφος. Έτσι πέρα από κάθε εννοιολόγηση τονίζονται οι αισθήσεις ως το απόλυτο κέντρο συνείδησης και ύπαρξης, που, ωστόσο, δεν διασώζουν το υποκείμενο. Έτσι σε μια αφηρημένη χορογραφική αφήγηση της γέννησης της τραγωδίας του Φ. Νίτσε, το τέλος αυτό εκφράζει την αναγνώριση ότι η ίδια η ζωή δεν έχει κανένα νόημα από μόνη της, όσο και αν οι άνθρωποι προσπαθούν να αντλήσουν νόημα εξ αυτής.

Ναταλία Κουτσούγερα



To "Displacement" του Mithkal Alghair παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στις 26-27 Οκτωβρίου 2016.
Το "Sweet Mambo" της Pina Bausch παρουσιάστηκε στη Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών στις 3-6 Νοεμβρίου 2016.
To "3 Mountains not to Climb" του Σπύρου Κουβαρά και της Synthesis 748 παρουσιάστηκε στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης (Υπόγειο -2) στις 4-6 Νοεμβρίου 2016.

Last modified on Παρασκευή, 11 Νοεμβρίου 2016 01:31

Follow Us