Το θέμα της συζήτησης ήταν η χαρακτηριστική και μοναδική κίνηση της Guillem: η επέκταση του ποδιού της 180 μοίρες προς τα πάνω. Οι μπαλαρίνες έλαμψαν με επεκτάσεις μεταξύ 135 και 160 μοιρών κατά το παρελθόν. Αλλά αυτό συνέβαινε μέχρι η Guillem η φτάσει το πόδι της δίπλα στο αυτί της με άψογη στάση, στη δεκαετία του '80 όταν κι οι επεκτάσεις ποδιών των χορευτών μπαλέτου έφθασαν στο ζενίθ τους.
"Υπάρχει πάντα η αίσθηση ότι ο βιρτουόζος χορευτής κινείται στα όρια της ακαταλληλότητας", λέει ο Ariel Osterweis, μελετητής χορού στο Ινστιτούτο Καλών Τεχνών της Καλιφόρνια. "Οι κλασικές μορφές αλλάζουν λόγω των σπουδαίων χορευτών. Επειδή δεν απορρίπτουν εντελώς ένα συγκεκριμένο στυλ ή μορφή, αλλά απλώς πιέζουν τα όρια..."
Η επέκταση του ποδιού προς τα εμπρός, πλευρικά και προς τα πίσω είναι μια από τις πιο αναγνωρίσιμες, συζητημένες στάσεις στον κλασικό χορό. Σχεδόν ο καθένας μπορεί να "εκτείνει ένα πόδι επάνω" μέσω κάποιας σύσπασης της λεκάνης και πίεσης του κορμού. Αλλά το πόδι ενός χορευτή μπαλέτου εκτείνεται σαν να είναι εντελώς ανεξάρτητο, ενώ, την ίδια στιγμή, ο κορμός του είναι ανεξάρτητος από την κίνηση αυτή.
Το battement développé "είναι ένα παράδειγμα του σώματος που ανθίζει πραγματικά", έγραψε ο Ρώσος κριτικός Akim Volynsky. Για να ανθίσει το σώμα με αυτό τον τρόπο, οι χορευτές χρειάζονται ευελιξία και δύναμη που να λειτουργούν με πολύ συντονισμένο τρόπο.
Η κίνηση αυτή δεν αποτελούσε αντικείμενο προβληματισμού για τους χορευτές κατά τη διάρκεια των πρώτων δύο εκατονταετιών στην ιστορία του μπαλέτου. Το κατεστημένο του χορού απαιτούσε το πόδι να εκτείνεται όχι ψηλότερα από το ισχίο. Η ανύψωσή του πέρα από αυτό το σημείο θεωρούνταν άκρως αποκαλυπτική και ήταν ταμπού για τις γυναίκες. Για τους άνδρες, το ζήτημα ήταν η διαφαινόμενη θηλυπρέπεια (και συνεπώς και η ομοφυλοφιλία) που συνιστούσε το τέντωμα υπερισχύοντας της ανδρικής δύναμης - μια ιδέα των αρχών του 19ου αιώνα με υπολείμματα μέχρι σήμερα.
Οι χορευτές συχνά έπρεπε να ωθήσουν τα όρια της κοινωνικής ευπρέπειας προκειμένου να επεκτείνουν την έκφραση των κινήσεών τους. Μέχρι τα τέλη του 19ου αιώνα, οι μπαλαρίνες φορούσαν κοντότερο φόρεμα και χόρευαν μια ποικιλία βιρτουόζικων βημάτων. Ωστόσο, τα πόδια γενικά ανυψώνονταν μόνο έως το ύψος του ισχίου.
Photo: Nina Alovert, DM Archives
"Κατά την εμπειρία μου, το υψηλότερο ύψος ποδιού που έφτασε ποτέ ο Stepanov είναι οι 90 μοίρες", λέει ο Doug Fullington, διευθυντής εκπαιδευτικών προγραμμάτων και βοηθός καλλιτεχνικού διευθυντή στο Pacific Northwest Ballet. "Αυτό δεν σημαίνει ότι το πόδι δεν ανέβαινε ποτέ κατά τη διάρκεια της καθημερινής εξάσκησης των χορευτών, αλλά ο μηχανισμός του σώματος αλλάζει καθώς το πόδι πηγαίνει πάνω από το ύψος της μέσης, έτσι ώστε να κερδίζει κάποιος την ικανότητα να κάνει κάποια πράγματα, αλλά ταυτόχρονα χάνει την ικανότητα να κάνει κάποια άλλα.
Επισημαίνει ότι οι χορευτές μπαλέτου του 19ου αιώνα ήταν πιο συμπαγείς και λιγότερο ευέλικτοι από αυτούς που βλέπουμε σήμερα. Το μπαλέτο αφορούσε την ευκινησία των ποδιών και την εμφάνιση κομψών γωνιών του σώματος και του κορμού, που επιτυγχάνονται καλύτερα με τα πόδια κάτω από τις 90 μοίρες.
Τα ψηλά πόδια ήταν για το τσίρκο ή το νυχτερινά κέντρα διασκέδασης, όπου οι χορεύτριες του καν-καν κλωτσούσαν τα πόδια στο ύψος της μύτης τους. Αυτά τα υψηλά λακτίσματα ήταν ένα είδος πρωτο-πανκ στάσης που άνοιξε το δρόμο στο μπαλέτο 100 χρόνια αργότερα.
Σταδιακά κατά το πρώτο μισό του 20ού αιώνα, η όψη των γυναικείων ποδιών, ακόμα και μέσα από παντελόνια, έγιναν κοινωνικά αποδεκτά χάρη στις εργασιακές απαιτήσεις των πολιτικών επαναστάσεων και του παγκόσμιου πολέμου. Οι γυναίκες συμμετείχαν για πρώτη φορά στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1928 στο Άμστερνταμ, επιδεικνύοντας τη δύναμη και την ευκινησία των γυναικείων ποδιών. Οι πρωτοπόροι της μόδας ανταποκρίθηκαν στην αυξανόμενη έμφαση στον αθλητισμό σε ολόκληρο τον κόσμο, υιοθετώντας πρακτικά στυλ για τις γυναίκες, όπως οι κοντύτερες φούστες του τένις και τα ολόσωμα μαγιό.
Μια νέα προοπτική της φυσικής και εκφραστικής διάστασης προσφέρθηκε στους επαναστάτες χορογράφους της εποχής, καθώς και η πείνα του κοινού για κάτι νέο, εξωτικό (και ερωτικό) από ομάδες όπως οι Ballets Russell του Diaghilev, μεγάλωνε. Η ευελιξία των χορευτών μπορούσε πια να αναπτυχθεί και να αξιοποιηθεί με λιγότερους κοινωνικούς περιορισμούς.
Από τότε, οι μεγάλες επεκτάσεις ποδιών αφθονούν στη σύγχρονη χορογραφία του μπαλέτου. Όλοι οι μεγάλοι χορογράφοι, από τον Maurice Béjart και τον Roland Petit μέχρι τον William Forsythe, τον Wayne McGregor και τον Dwight Rhoden έχουν ωθήσει, τα πόδια και τα χέρια των χορευτών σε ακραίες χορογραφίες. "Δεν ζητώ συγνώμη για τη χρήση του σώματος σε ακραίες συνθήκες", λέει ο Rhoden, "γιατί πιστεύω ότι το έργο που θέλω να κάνω, αντικατοπτρίζει τον κόσμο γύρω μας και ζούμε σε ακραία εποχή.
Με τα μικτά κλασσικά και σύγχρονα ρεπερτόρια των ομάδων χορού και την αύξηση των προσδοκιών του κοινού, ήταν σχεδόν αναπόφευκτο τα ύψη των ποδιών στον κλασικό χορό να ακολουθήσουν ανοδική πορεία. Μια μελέτη του 2009 έδειξε ότι υπήρχε μια σταθερή αύξηση των γωνιών ανύψωσης των σημείων των κωδικοποιημένων θέσεων μπαλέτου μεταξύ 1946 και 2004. Σήμερα, οι υπερυψωμένες εκτάσεις αποτελούν αναμενόμενο μέρος του λεξιλογίου των περισσότερων κλασσικών χορευτών. "Οι χορευτές στέκονται στη μπάρα σε όλη τη ζωή τους για να βελτιώσουν την επέκτασή τους, να βελτιώσουν τη γραμμή τους, να ενισχύσουν τη μορφή τους", λέει ο Rhoden. "Εκπαιδεύουμε το σώμα μας για να κάνουμε πολλούς διαφορετικούς τύπους κινήσεων, οι μεγάλες επεκτάσεις είναι απλά ένας τρόπος για να δείξουμε μια αυξημένη συγκίνηση ή αλλαγή στην ενέργεια."
"Από τη σκοπιά του χορευτή, όταν μπορεί να ελέγξει πού πηγαίνει το πόδι του και πώς θέλει να το χρησιμοποιήσει, υπάρχει αυτή η αίσθηση δύναμης, αλλά υπάρχει και μια καθαρή αθλητική και κιναισθητική χαρά", λέει ο Osterweis. "Αυτό που είναι ενδιαφέρον για το ψηλό πόδι όπως χρησιμοποιείται από τον William Forsythe και τη Sylvie Guillem είναι ότι είναι περισσότερο επιθετικό και εντυπωσιακό."
Ωστόσο, ορισμένοι κριτικοί και κοινό παραδέχονται ότι αισθάνονται λίγο "κουρασμένοι" από αυτή την υπερ-ευελιξία στη σκηνή του μπαλέτου. Μια στροφή υψηλού προφίλ ήταν οι ανακατασκευές του Alexei Ratmansky στα μπαλέτα του Petipa. Οι γραμμές επιστρέφουν σε μαλακά, στρογγυλά σχήματα, τα γόνατα λυγισμένα, χαμηλά. Υπάρχουν πολλά εφέ, demi-pointe και γρήγορες κινήσεις ποδιού. Οι χορογραφίες αποκτούν περισσότερη υφή και μουσικότητα.
Η Judith Mackrell, η οποία γράφει για την Ωραία Κοιμωμένη του Ratmansky στην εφημερίδα "The Guardian", περιέγραψε πως η μπαλαρίνα Σβετλάνα Ζαχάροβα μεταμορφώθηκε σε αυτή τη χορογραφία "νέου/παλαιού κόσμου": "Το σώμα της φάνηκε να γίνεται στρογγυλό και ... όσο περισσότερο περιορίζει το ύψος του σηκώματος των ποδιών της, τόσο περισσότερη ενέργεια και πνοή άρχισε να ρέει μέσα από την πλάτη και τα χέρια της".
Η κυριαρχία του στυλ του 19ου αιώνα - και τα πόδια στο ύψους του ισχίου - εξακολουθούν να έχουν αξία. Όσο περισσότερο οι χορευτές απορροφούν κάθε φάση της ιστορίας του κλασικού χορού, τόσο πιο πλούσιο θα είναι το μπαλέτο.
Μετάφραση-απόδοση: Βάνα Μιμίδου (Dancetheater.gr)
Πηγή: www.dancemagazine.com