Allez viens
(χορογραφία: Παναγιώτα Καλλιμάνη
H παράσταση παρουσιάζεται στο Εθνικό Θέατρο έως 21/4)
Τι είναι χορός; Ένα περπάτημα μπορεί να είναι χορός; Μια χειρονομία, μια έκφραση, ένα τικ, ένα βλέμμα; Ποιος μπορεί να ονομάζεται χορευτής; Ένα βρέφος μπορεί να είναι χορευτής; Μια γυναίκα με Πάρκινσον; Ένας τετραπληγικός; Πότε "λήγει" ένας χορευτής;
Αν ορίσουμε το χορό ως οποιαδήποτε εκούσια κίνηση με σκοπό την επικοινωνία και τη μεταφορά νοήματος, τότε χορευτής είναι εν δυνάμει οποιοσδήποτε άνθρωπος κινείται με σκοπό τη νοηματοδότηση χωρίς τη χρήση του λόγου.
Βρισκόμαστε σε μια αίθουσα συνεδριάσεων. Έχει διαμορφωθεί με τέτοιο τρόπο, ώστε να δημιουργείται ένας τετράγωνος σκηνικός χώρος στο κέντρο της και θέσεις για το κοινό περιμετρικά της. Οκτώ άτομα είναι καθισμένα τυχαία στη σκηνή και περιμένουν ακίνητα να καθίσουν και οι θεατές. Μοιράζονται δύο κοινά χαρακτηριστικά: ένα αόρατο και ένα ορατό. Το αόρατο είναι η ιδιότητα ενώ το ορατό η ηλικία: είναι ηθοποιοί και είναι ηλικιωμένοι. Στο κέντρο της σκηνής, ένα πικάπ γυρίζει ήδη, χωρίς να ακούγεται μουσική, μόνο ο ήχος της βελόνας.
Αρχίζει να ακούγεται μια αργή ορχηστρική μουσική, αλλάζει ο φωτισμός και ορισμένοι χορευτές ξεκινούν να κάνουν μικρές, ανεπαίσθητες, αργές κινήσεις. Κυριαρχεί ακόμη η ακινησία, με αποτέλεσμα η οποιαδήποτε κίνηση να τραβάει την προσοχή. Οι κινήσεις τους είναι απλές, καθημερινές, αλλά εκτελούνται με μεγάλη προσοχή, σχεδόν τελετουργικά. Δεν κινούνται απερίσκεπτα, ανέμελα, αυθόρμητα. Διαφαίνεται η πρόθεση στην παραμικρή αλλαγή. Κάθε λεπτομέρεια έχει αξία.
Σε όλη τη διάρκεια του έργου, κάθε χορευτής εκτελεί συγκεκριμένα κινητικά μοτίβα που επαναλαμβάνονται. Ο χορός κατακερματίζεται στη βασική χορευτική μονάδα του Allez Viens, της ελάχιστης μεταφοράς βάρους από το ένα πόδι στο άλλο, όπως συνέβη ίσως για πρώτη φορά στην ταινία "Σκοτώνουν τα άλογα όταν γεράσουν" του Σίντνεϊ Πόλακ. Οι χορευτές δυσκολεύονται να αποχωριστούν τις καρέκλες τους, ακόμη και όταν μετακινούνται στο χώρο, οι άντρες προσεγγίζουν τις γυναίκες στα τέσσερα, έρποντας ή μπουσουλώντας, και οι γυναίκες αδυνατούν να αλλάξουν θέση στο χώρο αν δεν υποστηρίζονται από τους άντρες. Η μόνη λέξη που ακούγεται, -Πάμε-, υποδηλώνει τη συμφωνία του ζευγαριού να συγχρονιστεί και να συνεργαστεί, λόγω αδυναμίας οποιουδήποτε από τους δύο να ολοκληρώσει την ενέργεια μόνος του.
Όσοι είναι ικανοί να επαναλαμβάνουν την υπνωτική ρυθμική εναλλαγή βάρους από πόδι σε πόδι, διατηρούν τη θέση τους ως διαγωνιζόμενοι σ' έναν διαγωνισμό χορού μέχρι τέλους. Και ταυτόχρονα, υποστηρίζουν τους συγχορευτές τους, μοιράζονται την κούραση, κατανέμουν το βάρος των σωμάτων ομοιόμορφα. Το όποιο άγγιγμα ανάμεσα στα ζευγάρια γίνεται με τρυφερότητα, στωικότητα, εγγύτητα. Πρόκειται για σχέσεις που φέρουν εμφανώς το σημάδι του χρόνου. Έχουν αντέξει, έχουν ωριμάσει, έχουν διαμορφωθεί και έχουν κατασταλάξει.
Προστίθεται ο ήχος ενός ρολογιού. Ένα ζευγάρι κρατάει το ρυθμό των δευτερολέπτων, με τα χέρια και τα πόδια του ενωμένα και στη συνέχεια σηκώνεται να χορέψει. Η γυναίκα πατάει ξυπόλητη πάνω στα παπούτσια του άντρα, ανακαλώντας στη μνήμη μας μια εικόνα επιστροφής στην παιδική ηλικία. Ένα άλλο ζευγάρι κάνει κινήσεις που ίσως υπονοούν απώλεια κινητικού ελέγχου.
Ξαφνικά, η σκηνή γεμίζει ανακλάσεις από ντισκόμπαλες, τα τέσσερα ζευγάρια χορεύουν ταυτόχρονα για πρώτη φορά, αλλά και πάλι συντηρητικά. Σταδιακά, ανταλλάσσουν θέσεις και καθίσματα. Μια σκηνή με όλα τα χαρακτηριστικά ενός συμβατικού φινάλε, με μια γραμμική κορύφωση που επιτρέπει το εννοιολογικό τέλος του έργου. Παρ΄όλα αυτά, το έργο συνεχίζεται, επιστρέφοντας στην προηγούμενη δομή του, όπου ορισμένα ζευγάρια κάνουν μικροκινήσεις, κάποια χορεύουν, ενώ άλλα είναι ακίνητα. Το έργο πρέπει να κουράσει και τον ίδιο το θεατή, πέρα από τους χορευτές. Η κούραση των χορευτών οφείλει να μεταδοθεί και σωματικά στους θεατές, εκτός από πνευματικά. Η ανυπομονησία των δεύτερων υποχωρεί μπροστά στην αντοχή των πρώτων.
Σιγά- σιγά, οι χορευτές ακινητοποιούνται στις θέσεις τους. Στο τέλος, μόνο ένας σηκώνεται, σιγομουρμουρίζοντας χαμογελαστός μια μελωδία και μετακινείται χορεύοντας μαρκαριστά, ώσπου να σβήσουν τα φώτα. Είναι ο νικητής του διαγωνισμού;
Μαρίνα Κοντσέττι (Dancetheater.gr), 5/4/2019