Δεν είναι σπάνιες οι αναφορές στην παλιά ιστορία των ιθαγενών Ινδιάνων της Αμερικής που αντάλλασαν εκτάσεις γης ή νησιά, όπως το Μανχάταν, για καθρεφτάκια ή μπιχλιμπίδια ελάχιστης αξίας. Προφανώς με την αναφορά στους Ινδιάνους δεν προσπαθώ να τους υποτιμήσω. Αντιθέτως πιστεύω πως εκείνοι έχουν να μας διδάξουν πολλά καθώς το χρήμα για αυτούς δεν είχε σημασία, σέβονταν την γη και το περιβάλλον και εν τέλει θα ζούσαμε σε έναν καλύτερο κόσμο αν μας είχαν «ανακαλύψει» εκείνοι. Να που όμως η πυρίτιδα και οι Ευρωπαίοι ακτοπλόοι τους πρόλαβαν. Ο λόγος που η ιστορία αυτή εδώ επανέρχεται είναι το πρόσφατα δημοσιευμένο κείμενο του Χρήστου Πουγκιάλη με τίτλο: «Το Νήμα» (The Thread) του Russell Maliphant – Μια χορογραφία που ξεχωρίζει. Η αναφορά μου στο καθρεφτάκι δεν σηματοδοτεί το ευτελές του αντικειμένου, δηλαδή την ποιότητα της παράστασης, αλλά την ίδια την έννοια του καθρέφτη στον οποίο εμείς οι ιθαγενείς καλούμαστε να κοιτάξουμε τον εαυτό μας, με άλλα λόγια την παράδοση μας.
Στόχος δεν είναι να σταθώ στην αισθητική αξία της εν λόγω παράστασης. Μπορεί να υπήρξε ένα αριστούργημα, μπορεί και όχι. Αυτό δεν θα το κρίνω εγώ. Θα σταθώ όμως στο σημείο του κειμένου που παροτρύνει τους έλληνες χορογράφους να ασχοληθούν με την ελληνική παράδοση και στη σχέση της με το σύγχρονο χορό. Παραθέτω το εν λόγω απόσπασμα:
Οι Έλληνες χορογράφοι, από τα έργα τους, δεν φαίνεται να κοιτάζουν προς στην παραδοσιακή μας κληρονομία. Πιθανώς δεν την έχουν εκτιμήσει στο βαθμό που της αξίζει και έτσι δεν την αξιοποιούν. Όμως πρόκειται για έναν θησαυρό, που παραμένει αναξιοποίητος από τον σύγχρονο χορό. Ίσως θα ήταν καλό να σκεφθούν ότι η σύνδεση του σύγχρονου χορού με τον παραδοσιακό, είναι αυτό που θα τους κάνει να ξεχωρίσουν, ιδίως σε διεθνές επίπεδο. Ας πάρουν ως παράδειγμα όχι μόνον τον Μάλιφαντ με «Το Νήμα», αλλά και τον Άκραμ Καν με τον ινδικό παραδοσιακό Κάθακ.
Ο σύγχρονος χορός στην χώρα μας ταλαιπωρείται συχνά από ανούσιες «πρωτοτυπίες» ή και ακρότητες, που έχουν καταντήσει τόσο κοινότυπες στα πλαίσια του μεταμοντερνισμού. Νομίζουμε ότι «το Νήμα» μπορεί να δώσει το έναυσμα για να ξεκινήσουν οι έλληνες χορογράφοι να αποκτούν την ιδιαίτερη ιδιοπροσωπία τους με βάση την παράδοση. Το ευχόμαστε.
Ακριβώς επειδή τα κριτικά κείμενα για τον χορό στην γλώσσα μας σπανίζουν, έκρινα με τη σειρά μου σωστό να σχολιάσω ένα κείμενο που θεωρεί πως ένας σημαντικός χορογράφος ήρθε να επισημάνει την αξία της ελληνικής παράδοσης και την σχέση που θα μπορούσε να έχει με τον σύγχρονο χορό, δίνοντας έτσι ένα μάθημα στους ιθαγενείς. «Ένα έναυσμα για ιδιοπροσωπία». Σαν να κοιτάζουμε την φάτσα μας πρώτη φορά σε καθρέφτη δηλαδή. Οι έλληνες χορογράφοι όμως πολλάκις έχουν στραφεί σε αντίστοιχες αναζητήσεις και έχουν αναγνωρίσει την αξία της ελληνικής παράδοσης αλλά μάλλον έχουν αγνοηθεί από τον συντάκτη και δυστυχώς όχι μόνο από αυτόν. Προκαλεί εντύπωση, βέβαια, το γεγονός ότι οι περισσότερες από τις παραστάσεις αυτές έχουν παρουσιαστεί σε μεγάλες διοργανώσεις, διεθνή φεστιβάλ ή μεγάλες σκηνές τόσο της χώρας όσο και του εξωτερικού.
Η σύγχρονη ελληνική σκηνή έχει να αναδείξει πολλά και ξεχωριστά παραδείγματα αλληλεπίδρασης με την παράδοση. Η χρήση στοιχείων της παράδοσης ή ακόμα και η σε βάθος μελέτη της έχει επιδράσει καταλυτικά τον σύγχρονο χορό. Μια σύντομη αναφορά μπορούμε να κάνουμε εδώ: από τους Κωνσταντίνο Μίχο με το «Χρονιές που δεν παλιώνουν», μια παράσταση με πλούσιες επιρροές από το ρεμπέτικο, τους Sine qua non με το «η νύχτα του τράγου» βασισμένο σε λαϊκά παραμύθια και από τους νεότερους την Πατρίσια Απέργη με το “dopa”, τον Γιάννη Καρούνη με το “daylight” και την Τζένη Αργυρίου με το «Ανώνυμο». Πιθανότατα έχουν προηγηθεί ή ακολουθήσει πολλοί άλλοι.
Ας μου επιτραπεί εδώ να αναφερθώ ξεχωριστά στην συνεργάτη μου Πωλίνα Κρεμαστά με τις παραστάσεις «Απόγειος» και «Βορεάδες», όχι γιατί ξεχωρίζω την συγκεκριμένη χορογράφο αλλά γιατί οι παραστάσεις αυτές αποτελούν το απαύγασμα μιας κινητικής έρευνας, που εκπονεί εδώ και χρόνια. Η έρευνα ξεκίνησε από την σχέση παράδοσης και σύγχρονου χορού κι έχει παρουσιαστεί τόσο γραπτά στο περιοδικό λόγου και κριτικής «το έρμα», όσο και πιο ολοκληρωμένα σε ημερίδα που φιλοξένησε το Εθνικό θέατρο στην Ελλάδα αλλά και στο εξωτερικό (Ιρλανδία, Αγγλία, Γαλλία, Πορτογαλία, Γερμανία, Ισπανία, Εκουαδόρ). Αναφέρομαι ξεχωριστά για να μην κατηγορηθώ ότι γράφω αυτό το σύντομο σημείωμα για την συνεργάτη μου πρωτίστως αλλά προσπαθώ να το κρύψω.
Θα μπορούσα να σταθώ και σε άλλα σημεία του κειμένου και να διευρύνω την συζήτηση, ή διαφωνία μου, μιλώντας για την Ισιδώρα Ντάνκαν, το αρχαίο δράμα και την προσέγγιση του Κώστα Τσιάνου, τον Σπύρο Βραχωρίτη, την Μίρκα Γιεμετζάκη και άλλων λιγότερο γνωστών. (Ας μην αναφερθώ στην σύγχρονη μουσική δημιουργία γιατί εκεί θα ανοίξουμε το πεδίο ακόμα περισσότερο.)
Οφείλω όμως να συμφωνήσω με τον συντάκτη στην κατανάλωση μπόλικου μεταμοντερνισμού από αρκετούς Έλληνες χορογράφους. Προτείνω ωστόσο, κλείνοντας, το εξής: αντί να παροτρύνουμε τους ιθαγενείς δημιουργούς να κοιταχτούν στα καθρεφτάκια των «αποίκων» (και γράφω αποίκων γιατί οι μεγάλες σκηνές είναι πιο προσβάσιμες σε αυτούς), να παροτρύνουμε κοινό και κριτικούς να ρίξουν μια ματιά στους ιθαγενείς.
Ορέστης Τάτσης
Ο Ορέστης Τάτσης γεννήθηκε στα Γιάννενα. Σπούδασε στην Φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Ιωαννίνων (Φ.Π.Ψ.). Κάτοχος Μεταπτυχιακού Διπλώματος Ειδίκευσης στην Πολιτιστική Διαχείριση του Τμήματος Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού του Παντείου Πανεπιστημίου. Συνεργάζεται συστηματικά με την ΈΩΣ- art σε σεμινάρια και μαθήματα θεάτρου. Δίδαξε στη Δραματική Σχολή του ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Πάτρας Ιστορία θεάτρου και Φιλοσοφία. Έχει σκηνοθετήσει τις παραστάσεις: «Η μπέμπα» του Δ. Τσεκούρα, «Η Μαρκησία ντε Σαντ» του Γιούκιο Μισίμα, «Τα μάγια της πεταλούδας» του Φ. Γ. Λόρκα, «Η Φθορά» του Δ. Τσεκούρα, «Τερματικός σταθμός» του Κ. Τζαμιώτη, «Μια εξαιρετικά απλή δουλειά» του Κ. Τζαμιώτη, «Εξόριστοι εις τας Αθήνας» βασισμένη στο μυθιστόρημα «κρίσις» του Αρκάδιου Λευκού. Είναι σύμβουλος δραματουργίας και σταθερός συνεργάτης της ομάδας χορού "Creo", Καλλιτεχνικός διευθυντής της Α.Μ.Κ.Ε. «ρέον» με την οποία έχει πραγματοποιήσει παραγωγές θεάτρου και σύγχρονου χορού, εκθέσεις ζωγραφικής και άλλες πολιτιστικές και εκπαιδευτικές δραστηριότητες. Εργάστηκε ως βοηθός σκηνοθέτη με τους Δ. Γιαννακόπουλο, Β. Νικολαίδη, Α. Αντύπα. Κείμενά του έχουν συμπεριληφθεί σε εκδόσεις (Ομοίωμα Δημοκρατίας εκδ. Εξάρχεια), προγράμματα παραστάσεων (Κ.Θ.Β.Ε., ΔΗ.ΠΕ.ΘΕ. Ιωαννίνων κ.ά.), περιοδικά (Βαβυλωνία,Contact, City Vibes), εφημερίδες (Εφημερίδα των Συντακτών, Αυγή, Σύγχρονη Έκφραση, Ηπειρωτικός Αγώνας) και στο διαδίκτυο (TVXS) με θέμα την πολιτική, το θέατρο, τη ζωγραφική, το βιβλίο κ.α.. Είναι μέλος της συντακτικής ομάδας του περιοδικού Λόγου και Κριτικής «το έρμα» στο οποίο αρθρογραφεί.