Από την παράσταση της Δευτέρας 16 Ιουνίου 2014, στην Πειραιώς 260, στα πλαίσια του Φεστιβάλ Αθηνών
Γενικά
Για να εκτιμήσει κάποιος ένα καλλιτεχνικό έργο, όπως μια χορογραφία, εξετάζει τα συναισθήματα που του δημιουργεί ή και τις ευαισθητοποιήσεις που του ανοίγουν παράθυρα για να ενδοσκοπήσει καταστάσεις του εαυτού του ή και της κοινωνίας.
Εν προκειμένω αντί για αυτά τα ζητούμενα, εκείνα που τελικά επικρατούν κατά τη διάρκεια, αλλά και μετά το τέλος της παράστασης είναι η σύγχυση και η απορία. Το πρόβλημα αυτό ξεκινά από την έλλειψη ενός φυλλαδίου με το σενάριο, που να αναφέρει τι συμβαίνει κατά την εξέλιξη της παράστασης. Επιπροσθέτως επιτείνεται από την δυσκολία έως αδυναμία αποκωδικοποίησης των τεκταινομένων επί σκηνής. Όλα αυτά καταλήγουν σε μια καθόλου ευχάριστη απροσδιοριστία.
Όσο καλοπροαίρετοι και αν είμαστε, δεν είναι εύκολο να πιστέψουμε ότι τα ανωτέρω αποτελούν μια τυχαία παράληψη. Ο Κωνσταντίνος Ρήγος πιθανώς έπεσε στην παγίδα να θέλει δημιουργήσει ένα κλίμα μυστηρίου στον θεατή και να τον αφήσει να ερμηνεύσει μόνος του. Όμως κάτι τέτοιο είναι αδύνατο σε μια παράσταση 75 λεπτών, με αδιάκοπη αλληλοδιαδοχή αινιγματικών κινητικών σχημάτων.
Το θέμα
Σε αδρές γραμμές οι πληροφορίες που δόθηκαν πριν την παράσταση, μέσω των ΜΜΕ, ήταν ότι 12 άνθρωποι πηγαίνουν σε ένα τόπο κατεστραμμένο από οικολογική καταστροφή και προσπαθούν να φτιάξουν τη ζωή τους παλεύοντας με τα στοιχεία της φύσεως και όχι μόνον. Όμως λίγες γενικόλογες πληροφορίες δεν είναι αρκετές για να κατανοήσει κάποιος την πολύπλοκη εξέλιξη του έργου. Ούτε βεβαίως είναι διαφωτιστικά τα στοιχεία που ενέπνευσαν τον δημιουργό, ήτοι οι πρόσφατες καταστροφικές πυρκαγιές στην Αρκαδία, ο πίνακας του Nicolas Pussen "Et in Argadia ego" και το άπιαστο του Αρκαδικού ιδεώδους, που ξεκινά σαν μύθος από την αρχαιότητα.
Η χορογραφία
Μετά τα παραπάνω είναι αδύνατο να εξετάσουμε αν η χορογραφία πετυχαίνει να εκφράσει τις ιδέες του δημιουργού της. Είναι περιττό να βασιστούμε στα λίγα στοιχεία που καταλάβαμε αποσπασματικά. Μπορούμε όμως να πούμε ότι είναι μια πολύπλοκη χορογραφία, με έντονα ρυθμικά μέρη, η οποία συχνά απαιτεί εκτελεστική δεινότητα. Διαθέτει πολύθεματικότητα στα κινητικά σχήματα, όχι μόνον στην εξέλιξη της παράστασης, αλλά και μέσα σε μεγάλο μέρος των σκηνών της.
Επίσης από αισθητική άποψη η χορογραφία είναι ιδιαίτερα μοντέρνα και, ηθελημένα ασφαλώς, έχει πολλά αδρά περάσματα και στοιχεία πρωτογονισμού. Επόμενο λοιπόν είναι να μην έχει την αρμονία των κινήσεων ενός κλασικού ή νεοκλασικού μπαλέτου. Έχει συχνά γρήγορες και δυναμικές κινήσεις που απαιτούν μεγάλη εκτελεστική ακρίβεια, ιδιαίτερα στα pas de deux, στα pas de trois κλπ.
Όμως δεν μπορούμε να πούμε ότι ευαισθητοποιεί ιδιαίτερα τον συναισθηματικό κόσμο του θεατή. Ακριβέστερα θα λέγαμε ότι αποπνέει μια ψυχρότητα, αναμεμειγμένη με την σύγχυση και την απορία που ήδη αναφέραμε. Αυτό, σε ένα βαθμό, οφείλεται στην αδυναμία του θεατή να καταλάβει τα διαδραματιζόμενα επί της σκηνής.
Οι ερμηνείες
Το θετικότερο στοιχείο του έργου ήταν η εκτέλεση από την ομάδα των 12 χορευτών-τριών. Για να πετύχουν αυτό το αποτέλεσμα που παρουσίασαν, είναι βέβαιο ότι είχαν δουλέψει πάρα πολύ και τους αξίζουν συγχαρητήρια. Συγχαρητήρια αξίζουν και σε όσους τους καθοδήγησαν σε αυτό.
Θαυμάσια ήταν και η ερμηνεία του συνόλου παλαιάς μουσικής Ex Silentio που συνόδευσε την υπέροχη φωνή της σοπράνο Φανής Αντωνέλου. Πρόσφερε τα πλέον ευαίσθητα ερεθίσματα της παράστασης. Γενικότερα η επιλογή της μουσικής ήταν πολύ καλή.
Τα υπόλοιπα στοιχεία του έργου
Για το σενάριο έχουν γίνει ήδη σχόλια. Από την ασάφειά του ξεκινούν τα προβλήματα που έχουν αναφερθεί εξ αρχής.
Τα σκηνικά και τα κοστούμια που έχει σχεδιάσει ο ίδιος ο Κωνσταντίνος Ρήγος, είναι καλής γενικά αισθητικής. Όμως θα μπορούσαμε να εκφράσουμε άποψη για την εξυπηρέτηση του σκοπού τους, αν δεν είχαμε τις απορίες που αναφέραμε.
Αξιοσημείωτη δουλειά έχει γίνει και στους φωτισμούς από τον Σάκη Μπιρμπίλη. Σε συνδυασμό με τα σκηνικά δημιουργούν ένα περιβάλλον που θυμίζει περιγραφές του Έντγκαρ Άλλαν Πόε.
Συνοπτικά
Είναι κρίμα που μια παράσταση, με συχνά καταιγιστικό ρυθμό και πολύ ιδρώτα για την προετοιμασία και την εκτέλεσή της, πάσχει από ένα ασαφές και απροσδιόριστο σενάριο, που δημιουργεί γρίφους επί 75 λεπτά. Είναι φανερό ότι δεν πρόκειται για αλληγορίες και κωδικοποιημένα μηνύματα, που συχνά αρέσουν στο κοινό και γίνονται αφορμή εσωτερικών και εξωτερικών αναζητήσεων.
Η δημιουργία αναίτιων αποριών από ένα έργο δεν σχετίζεται με τον χώρο της φιλοσοφίας, της αναζήτησης και του προβληματισμού. Ένας καλλιτέχνης οφείλει να τιμά το κοινό του με τη σαφήνεια της έκφρασής του, ακόμα και όταν θέλει να εκπέμψει κωδικοποιημένα μηνύματα. Τιμά έτσι και την ίδια την έκφραση των ιδεών του εαυτού του. Αυτό είναι το βασικό έλλειμμα του συγκεκριμένου έργου.
Χρήστος Πουγκιάλης