Της Ναταλίας Κουτσούγερα
Ομάδα Αμάλγαμα _Μαρία Γοργία _ Βασίλισσα χωρίς φτερά
Μόνο αφού παραδεχτούμε τις προκλήσεις της κοινής μας εξάρτησης, μαζί με τις απαραμείωτες διαφορές μας, θα μπορέσουμε να εκτιμήσουμε πλήρως τις δεξιότητες και τους πόρους που χρειάζονται για την προώθηση των δυνατοτήτων όλων μας, άσχετα από τις ιδιαίτερες ανάγκες μας, είτε φροντίζουμε είτε μας φροντίζουν, παρατηρώντας τη συχνά αμοιβαιότητα αυτών των ρόλων. Ομολογώντας την ανάγκη μας για φροντίδα, όχι μόνο αποκτούμε αίσθηση της κοινής μας ανθρωπιάς, αλλά μας είναι πιο εύκολο να αντιμετωπίζουμε τους κοινούς μας φόβους για την ανθρώπινη αδυναμία, αντί να τους προβάλλουμε πάνω στα άτομα που χαρακτηρίζουμε «εξαρτώμενα».
Andreas Chatzidakis, Jamie Hakim, Jo Littler, Catherine Rottenberg & Lynne Segal
Το μανιφέστο της Φροντίδας: H πολιτική της αλληλεξάρτησης
«Να είμαστε μαζί χωρίς σκέψη χωρίς πόνο», «η θέρμη μικρών κορμιών απέναντι σε ένα ψύχος δίχως πέρατα ή απαρχή», «να μην χειρίζεσαι τα πράγματα αλλά να ρέεις μαζί τους», «να μην πράττεις τίποτα αλλά να σε καταλαμβάνουν όλα, ο χώρος, οι άλλοι, ο εαυτός μέσα σου που μοιάζει ναρκωμένος». Αυτές είναι κάποιες από τις φράσεις που ο Νικήτας Σινιόσογλου προσφέρει στην Μαρία Γοργία η οποία εμπνέεται από την κοινότητα των μελισσών για να οικοδομήσει τη νέα συγκλονιστική παράστασή της «Βασίλισσα χωρίς φτερά».
Για ακόμη μια φορά η πολυδιάστατη χορογράφος/σκηνοθέτρια με τον πολύ προσωπικό της τρόπο και τόνο, την ανθρωποκεντρικότητά της, την ισορροπία ανάμεσα στο εικαστικό, το χορολογικό και το θεατρικό στοιχείο ορμώμενη από την βίαιη και ανθρωποφαγική επικαιρότητα που εντάθηκε κατά την εμπειρία της πανδημίας δημιουργεί μια αφοπλιστική παράσταση για μια διαφορετική τροπικότητα του «είναι» και του «μαζί», τη συνύπαρξη μέσα στη συλλογικότητα, τον σύγχρονο ψυχαναγκασμό και τον ναρκισσισμό σε νεοφιλελεύθερες καπιταλιστικές κοινωνίες κρίσεων. Πέρα από κάθε εθελούσια πρόθεσή της για πολιτική στράτευση, η Γοργία με τον πιο αθώο τρόπο ξεδιπλώνει τις σκέψεις της, την απόγνωσή της αλλά και την συγκρατημένη αισιοδοξία της για έναν νέο κόσμο στον οποίο οι άνθρωποι θα μπορούν να συμπλέουν αβίαστα και οργανικά με γνώμονα το κοινό καλό. Όχι έναν κόσμο χριστιανικής ειρήνης και φροντίδας για μια εναρμονισμένη σχέση με το θείο που θα προσφέρει μια μετά θάνατον εξιλέωση (τον οποίο και αποδομεί), όχι έναν κόσμο κοινότητας που εξαλείφει οποιαδήποτε ιδιαιτερότητα και διαφορά, αλλά έναν κόσμο σύμπλευσης προς την κριτική εναρμόνιση (παράλληλα μη έλλογη και ενσώματη) με στόχο το ίδιο ταξίδι στη συλλογικότητα, αλλά και την ίδια τη φροντίδα. Θα έλεγε κανείς ότι πρόκειται για ένα μαρξιστικό «άλμα πίστης» από πλευράς της, όπως θα μας έλεγε η Λόρεν Μπέρλαντ (2021), του «να αναζητά κανείς το τέλος ενός κόσμου για λογαριασμό μιας φαντασίωσης».
Η Γοργία είναι μια δημιουργός που δεν φοβάται την επανάληψη. Θα έλεγα ότι αντιθέτως την διεγείρει εμμονικά η χρήση συγκεκριμένων τεχνοτροπιών και επαναλαμβανόμενων θεματικών. Το τελευταίο το έχει αποδείξει με τις κοινές θεματικές που εξερευνά στα έργα της με φόντο την ελληνική κοινωνία όπως ο ναρκισσισμός, το οιδιπόδειο σύμπλεγμα, οι επιπτώσεις της πατριαρχίας, οι εθνικές ταυτότητες, οι προβληματικές του φύλου και του κουίρ, οι κανονιστικές σωματικότητες της θηλυκότητας και της αρρενωπότητας, η διαδικτυοποίηση, η θεαματοποίηση και αισθητικοποίηση του πολιτικού, του πόνου και της καθημερινής ζωής. Αυτό ακριβώς ξεχωρίζει γενικά την δημιουργό. Το πώς καταφέρνει να προσφέρει κάθε φορά μια νέα πολυφωνική οπτική μέσα από το φαινομενικά πανομοιότυπο και το επαναλαμβανόμενο. Το πώς επιδιώκει να ξεφυλλίζει και να σκιαγραφεί σε νέες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες διαφορετικές στρώσεις του ανθρώπινου (νεοελληνικού) ψυχισμού μέσα από κοινά και τετριμμένα γεγονότα από την καθημερινότητα και να ανασκαλεύει τις πολυσημίες τους. Να αναδεικνύει τις διαφορετικές λεπτοφυείς πτυχές τους, τις ριζωματικές και ψυχαναλυτικές διαστάσεις τους, με τις τεχνικές των έντονων διαλόγων και ομιλιακών ενεργημάτων που διανθίζονται από συμβολικές εικονοπλαστικές παρεμβάσεις, διαδραστικά δρώμενα και χορογραφίες.
Θα ξεκινήσω όμως από αυτό που διαφοροποιεί το συγκεκριμένο έργο της από προηγούμενα και το κρίνω σημαντικό όχι γιατί η ίδια η διαφοροποίηση είναι σημαντική αλλά γιατί η μεθοδολογία της είναι ξεχωριστή και επιφέρει ένα ανατρεπτικό αποτέλεσμα, τόσο για το συνολικό έργο της όσο και για τον ευρύτερο χώρο του σωματικού θεάτρου και της περφόρμανς που υπηρετεί. Σε αντίθεση λοιπόν με προηγούμενα έργα της η Γοργία αναμετριέται με τη δύσκολη εξίσωση της ισορροπίας ανάμεσα σε ένα έντονα χορολογικό, εικαστικό και ομιλιακό δρώμενο και της διατήρησης της έντασης στον θεατή για παραπάνω από μια ώρα. Αναμετριέται με την εξισορρόπηση της ενατένισης που προκαλεί στη θεατή η χορευτική κίνηση και της συγκέντρωσης στη δομή που προκαλεί ο λόγος και η θεατρική γλώσσα. Φτάνει λοιπόν στην αποκορύφωση αυτού που αποκαλεί «ολιστικό» μοντέλο έκφρασης, της σύνθεσης κίνησης-λόγου-αντικειμένου-φωνής πετυχαίνοντας να δομήσει μια παράσταση που μεταφέρει πρωτίστως την αίσθηση της αποδόμησης των ορίων ανάμεσα στις τέχνες.
Σε αυτό το μακροσκελές εγχείρημα δεν είναι μόνη. Έχει ισχυρούς συμμάχους την πολυτάλαντη ομάδα της, η οποία δίνει μια μάχη με το σώμα, το λόγο, την κίνηση και τη μεταμόρφωσή της πότε σε χορεύτριες και πότε σε ηθοποιούς, ξεδιπλώνοντας και τις προσωπικές τους σωματικές ιδιοσυγκρασίες. Όπως ακριβώς θέλει να αποδώσει και η Γοργία, αν και οι επιτελέσεις της βασίλισσας τραβούν περισσότερο την προσοχή, οι ρόλοι είναι ισότιμα διαμοιρασμένοι και εξισορροπημένοι. Τη διάδραση την αντικαθιστά πλέον η χορευτική και αναπαραστατική κίνηση των μελισσών στην οποία εναπόκειται η διασωματική επαφή με το κοινό. Πρόκειται για ένα πολύ δύσκολο στον σκελετό του έργο, με μια κλυδωνιζόμενη σπονδυλωτή εννοιολογική γραμμή αλλά και έναν δύσκολο συγκερασμό κατασκευαστικών υλικών και σκηνοθετικών επιλογών. Έτσι νιώθουμε διαρκώς κατά τη διάρκεια της παράστασης ότι χανόμαστε στο χρόνο, ότι το έργο δεν έχει αρχή, μέση και τέλος, δεν έχει σαφή όρια και στόχους, αλλά παραδόξως τίποτα δεν μας κάνει να τα αναζητούμε. Μας προσφέρει μια τόσο βαθιά συναισθητηριακή ταύτιση σε βαθμό που νιώθουμε σαν να μετέχουμε κι εμείς στα τελετουργικά δρώμενα που αντικρίζουμε. Δεν βλέπουμε απλώς εικόνες από την καθημερινότητα αλλά μετουσιώνουμε τα ίδια τα όντα και τα πρόσωπα βρίσκοντας πλευρές μας σε αυτά: γινόμαστε μέλισσες, νυμφίδια, γυναίκες οικοδόμοι, επίγειοι εσταυρωμένοι.
Μέσα από το πλέγμα των αντιθέσεων ανάμεσα σε μια μη-ανθρώπινη κοινωνία (το μελίσσι) και σε μια κοινωνία ναι μεν ανθρώπινη αλλά απανθρωποποιημένη (σύγχρονη ελληνική κοινωνία) επιχειρεί να μας συμπαρασύρει σε μια ζωή αλλιώς, να μας κάνει να συν-αισθανθούμε και να φανταστούμε μια υποκειμενικότητα που ορίζει και ορίζεται αλλιώς από τη συλλογικότητα. Που κατανοεί το συσχετίζεσθαι με άλλους όρους. Μια κοινωνία όπου το «μαζί» δεν επιβάλλεται δια της βίας, δεν ουσιοποιείται, δεν καταναλώνεται και δεν αισθητικοποιείται, αλλά βιώνεται ομαλά διαμέσου μιας πολιτικής έννοιας της αγάπης (Χάρντ 2021)˙ έναν κόσμο του είμαι-μαζί όχι επωφελούμαι-από, μια μεταμορφωτική αγάπη που μας ενώνει μέσα από τις διαφορές μας. Αυτή είναι η κοινωνία των μελισσών για την Γοργία: μια κοινωνία της πολλαπλότητας, της συνάντησης και της αλληλεπίδρασης διαφορών (ibid.).
Η συνάντηση μέσα από τη διαφορετικότητα απεικονίζεται κυρίως στα υπέροχα χορογραφημένα κομμάτια των δραστήριων μελισσών που παινεύουν την βασίλισσα αλλά και προετοιμάζουν τον μελλοθάνατο κηφήνα. Η χορογραφία συγκροτείται από τις διαφορετικές κινήσεις της κάθε μέλισσας που ακόμα και όταν εκτελεί πανομοιότυπες ή τυποποιημένες κινήσεις μαζί με τις άλλες – όπως άλλωστε ερμηνεύονται καταχρηστικά οι πορείες των σμηνών από το ανθρώπινο μάτι – πάντοτε αποκλίνει σε κάποιο βαθμό. Έτσι τα κινούμενα γλυπτά των χορευτριών/των είναι πάντα συντονισμένα υπό μια κοινή χορογραφική γραμμή αλλά και μοναδικά, οι κινητικές γλώσσες τους παράλληλα τόσο ομοιόμορφες αλλά και τόσο διαφορετικές. Ακόμα και οι διαφοροποιήσεις του κηφήνα και της βασίλισσας βρίσκονται πάντα σε εναρμονισμό με τις κινήσεις των μελισσών ενώ τελικά εκείνες μοιράζονται και την ίδια τη διαφορετικότητα της βασίλισσας. Οι χορεύτριες μέλισσες ξεκινάνε με πολύ μικρές ευφυείς κινήσεις, οσμίζονται πρωτίστως τη θέρμη η μια της άλλης. Εκκινούν δηλαδή από την ίδια την διεπαφή τους για να φτάσουν να ξεδιπλώσουν τις ατομικότητές τους, αλλά και να χτίσουν τις κηρήθρες τους που αποδίδονται εικονοπλαστικά μέσα από τα περίτεχνα οικοδομήματα και τις στηρίξεις των σωμάτων τους στους τοίχους και στο έδαφος. Παρατηρούμε πόσο οργανικά κινούνται, πόσο αρμονικά συνεργάζονται για το ζευγάρωμα αλλά και για τη γέννα. Ακόμα και η βία τους προκύπτει φυσικά και οικειοθελώς, όπως και ο θάνατος του κηφήνα.
Τα απότομα διαρκή αντιστιξιακά ιντερμέδια με σκηνές από την ελληνική πραγματικότητα μας επαναφέρουν από το μυητικό τελετουργικό του μελισσιού στην υστερική, βίαιη και υποκριτική πραγματικότητα των καιρών μας. Διάλογοι τοξικής αρρενωπότητας – που μάλιστα ενεργοποιούνται από θηλυκά σώματα – άνθρωποι που μιλούν ακατάπαυστα στα κινητά, βγάζοντας εξίσου ακατάπαυστα ατομικά και συλλογικά selfies, κατεστημένες έμφυλες επιτελεστικότητες και βία, βία παντού και πόνος, σε μια σύγχρονη ελληνική επιφανειακή πραγματικότητα που διαρκώς υπεκφεύγει. Ακόμα και η ύπαρξη της πανδημίας και του φόβου της πανδημίας εκλείπει μέσα σε αυτή την έντονη δίνη για διασκέδαση, ετεροπροσδιορισμό και αυτοϊκανοποίηση. Σε άλλες εικόνες παρακολουθούμε πολιτικούς και δημοσιογράφους με τάσεις κατασπάραξης να ανταγωνίζονται ναρκισσιστικά για τα ηνία και την υπεροχή χρησιμοποιώντας μάλιστα επίπλαστα την έννοια του «μαζί». Σε αυτό το ανθρωποφαγικό τηλεοπτικό κλίμα η Γοργία επιστρατεύει και ειρωνικά σχόλια για την υπόθεση Λιγνάδη και για την υπουργική αποποίηση της ευθύνης, αλλά και την δήθεν οικολογική «φροντιστική» συνείδηση των κυβερνώντων.
Το κυριολεκτικό τηλεοπτικό στοιχείο συγχωνεύεται με μια υστερική τηλεοπτικοποίηση κάθε στιγμής της ανθρώπινης ζωής και του ανθρώπινου πόνου, με χαρακτηριστική την εικόνα μιας γυναίκας που γεννά και καλεί να την προσέξουν και να την προβάλλουν στα social media. Ακόμα και ο ίδιος ο Ιησούς σε ένα επιτελεστικό drag φτάνει να αποτελέσει αντικείμενο κατανάλωσης και αισθητικοποίησης με το χαρακτηριστικό σημείο όπου οι τηλεοπτικοποιημένοι δρώντες τον αποκαθηλώνουν και τον καθιστούν παρατηρητή των υπερφίαλων πονημάτων τους, σε μια σκηνή που μοιάζει με την προδοσία του Ιούδα την εξαιρετική στιγμή της συγκέντρωσής των δρώντων στον καθρέφτη του χώρου.
Τα εικαστικά τεχνάσματα που χρησιμοποιεί είναι πολλά και ενορχηστρώνουν τα παραστασιακά δρώμενα. Το εικαστικό στοιχείο καταλαμβάνει τον χώρο πλαισιωμένο από έναν εξαιρετικό φωτισμό, μεταμορφωτικά, αβίαστα και συμβολοποιητικά. Το κόκκινο των ροδοπέταλων που απλώνεται παντού συμβολίζει την αγάπη που ενώνει τις εργάτριες μέλισσες αλλά και το πολύτιμο διακύβευμα για το οποίο δουλεύουν ασταμάτητα και ενωτικά, το ίδιο το «μαζί». Τα φουσκωτά πλαστικά μπλεγμένα στις γέννες και στα σώματα και οι αντηχήσεις τους που θυμίζουν κύματα ή θροίσματα φύλων, συμβολίζουν τη ροή της ζωής και τη σωτήρια ανάγκη μας για χάσιμο στη φύση, στη λήθη και στον χρόνο. Οι χρυσαφένιες χάρτινες επιφάνειες και τα γκλίτερ μας επικοινωνούν διάφορες δισημίες όπως τη σύγχρονη υπερφίαλη κοσμική ζωή και μιντιοαισθητική (χαρακτηριστική η γκλίτερ πασαρέλα-catwalk) αλλά και το αγνό μέλι που είναι πολύτιμο για την υγιεινή ανάπτυξη του οργανισμού, συμβολικό στοιχείο της γονιμότητας, του έρωτα και της ευζωϊας αλλά και συστατικό στοιχείο του μελισσιού. Η κλασική μουσική στα τελετουργικά των μελισσών χρησιμοποιείται για να αποδομήσει τις κλασικές φόρμες μπαλέτου των χορευτών/τριών μέσα από την συγχώνευσή τους με κινήσεις σύγχρονου χορού οι οποίες αναπαριστούν τις κινήσεις των μελισσών. Το σώμα όπως πάντα στα έργα της Γοργία αναμειγνύεται με τα υλικά ως ένδειξη αντικειμενοποίησης. Οι αντιπαραθέσεις των εικόνων είναι διαρκείς: οι λεπτοφυείς οικοδομικές διεργασίες των μελισσών σε αντίθεση με τις χοντροκομμένες συμπεριφορές των οικοδόμων, οι ανάλαφρες γέννες της βασίλισσας μέλισσας με τα παιδιά μπαλόνια σε αντίθεση με την «δραματική» ανθρώπινη γέννα που χαρακτηρίζεται από υστερία.
Μέσα σε αυτό το μαγευτικό σκηνικό των κοινωνιών των μελισσών που αντιπαρατίθεται με το ευτελές και αποκρουστικό νεοκαπιταλιστικό θέαμα, ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι ρήσεις από τα κείμενα του Σινιόσογλου και το πώς πλαισιώνονται μέσα στην ίδια την παράσταση μέσα από ένα άπειρο ερμηνειών. Η συγκλονιστική φράση «ανηλεής ο φιλόπονος γιατί είναι φίλος του πόνου» συμπυκνώνει τη σκληρότητα του σύγχρονου κόσμου, που φετιχοποιεί και καπηλεύεται ακόμα και την ίδια την ιδιότητα του πόνου αφαιρώντας το δικαίωμα των τραυματισμένων υποκειμένων στον πόνο και προσδίδοντάς τους τερατοειδή και απάνθρωπα χαρακτηριστικά. Σε μια δεύτερη ανάγνωση η φράση σηματοδοτεί το μέγεθος της σκληρότητας μιας ανθρώπινης οντότητας που ακόμα και τον πόνο κάνει φίλο προκειμένου να επιβληθεί, να κερδίσει και να καταπατήσει. Η φράση «να μην πράττεις τίποτα αλλά να σε καταλαμβάνουν όλα, ο χώρος, οι άλλοι, ο εαυτός μέσα σου που μοιάζει ναρκωμένος» αποκτά έναν νόημα διαφορετικό από αυτό που θα καταλάμβανε σε new age νεοφιλελεύθερα συμφραζόμενα, όπου θα χρησιμοποιούταν σαν φράση κλισέ για την εξυπηρέτηση του ατομοκεντρισμού. Αντιθέτως, εκφράζει τις δυνατότητες της κοινωνικής φροντίδας η οποία «δεν είναι άρνηση του εαυτού αλλά αναπροσδιορισμός του ως αναπόφευκτα ευάλωτου και δεσμευμένου από άλλα υποκείμενα και ταυτόχρονα από ιστορικά ισχύουσες κοινωνικές νόρμες» (Αθανασίου 2020: xi).
Αυτή τη βαθιά πολιτική έννοια της φροντίδας αντικατοπτρίζει και ο ίδιος ο τίτλος του έργου «Βασίλισσα χωρίς φτερά», ο οποίος εκφράζει μια αποδοχή και εξύμνηση της τρωτότητας ως το ύστατο επαναστατικό διακύβευμα μιας ιδανικής ανθρώπινης κοινωνίας˙ μιας πολιτικής της αλληλεξάρτησης που αποδομεί τον ίδιο τον ανθρώπινο ορισμό που έχουμε δώσει στον ηγεμονικό ρόλο της βασίλισσας ως εξουσιάστριας του μελισσιού της.
Ναταλία Κουτσούγερα (Dancetheater.gr)
Βιβλιογραφικές Αναφορές
Αθανασίου Α. (2020), «Πρόλογος», στο Andreas Chatzidakis, Jamie Hakim, Jo Littler, Catherine Rottenberg & Lynne Segal, Το Μανιφέστο της Φροντίδας: Η Πολιτική της Αλληλεξάρτησης, σελ: x-xxiv, Αθήνα: Ροπή.
Chatzidakis A., Hakim J, Lttler J., Rottenberg C. & Segal L. (2020), Το Μανιφέστο της Φροντίδας: Η Πολιτική της Αλληλεξάρτησης. Αθήνα: Ροπή.
Μπερλάντ Λ. (2021), «Μια πολιτικά κατάλληλη έννοια της αγάπης», στο Michael Hardt & Lauren Berlant, Για μια Πολιτική Έννοια της Αγάπης (μτφρ Μιχάλης Λαλιώτης), σελ: 29-47. Αθήνα: Ηριδανός.
Χαρντ Μ. (2021), «Για την αγάπη ή το χρήμα», στο Michael Hardt & Lauren Berlant, Για μια Πολιτική Έννοια της Αγάπης (μτφρ Μιχάλης Λαλιώτης), σελ: 9-12. Αθήνα: Ηριδανός.