Displaying items by tag: Έμυ Κορφιά
Ballet workshop με τους Jean-Lucien Massot και Έμυ Κορφιά
Διήμερο Εργαστήριο Κλασσικού & Σύγχρονου Χορού με τις Έ.Κορφιά και Π.Μωρούτ (Θεσ/νίκη)
Σεμινάριο Κλασσικού Χορού με την Έμυ Κορφιά (Θεσ/νίκη)
3o Athens Video Dance Project (Ναταλία Κουτσούγερα)
Σε διαφορετικό χώρο και ατμόσφαιρα από το Booze Cooperativa, αυτή τη φορά στο θέατρο του Νέου Κόσμου, πραγματοποιήθηκε το 3ο Athens Video Dance Project για το 2012, που υποδέχτηκε τον κόσμο με ένα ζεστό καλωσόρισμα από τους οικοδεσπότες της Team Progressive. Τα προτερήματα του θεάτρου αρκετά και κυρίως η μεγαλύτερη χωρητικότητα του (βοηθώντας κυρίως το σαββατοκύριακο του Φεστιβάλ) και η συμπαθητική αυλή του που χρησιμοποιήθηκε ως χώρος προβολών και χαλαρής συνάντησης παρεών στα διαλλείματα. Σαν μασκότ του Φεστιβάλ, η ατάραχη γάτα του θεάτρου μας χαλάρωνε και μας ευθυμούσε, παρατηρώντας κάθε ανθρώπινη δραστηριότητα. Θυμούμενη την περσινή εκδήλωση, αν και πιο μικρός, ο χώρος του Booze διατηρούσε παρόλα αυτά μια ιδιαίτερη ζεστασιά και καλλιεργούσε ένα πιο ανεπίσημο και οικείο κλίμα. Πάντως, οι αντικειμενικές συνθήκες της μεγάλης προσέλευσης του κόσμου ούτως ή άλλως απέκλεισαν κάθε ενδεχόμενο για τη χρήση κάποιου μικρότερου χώρου. Το Φεστιβάλ κύλησε με γνώριμο τρόπο, με video dance προβολές, συνεντεύξεις, ταινίες χορού και βεβαίως τις καθιερωμένες παραστάσεις χορού στο τέλος της κάθε βραδιάς. Από την τριήμερη παρακολούθηση μου (Τετάρτη, Παρασκευή, Κυριακή) διαμορφώθηκε μια εικόνα για ένα κοινό πολυποίκιλο και συμμετοχικό, αλλά και σχετικά προβληματισμένο. Το Athens Video Dance Project ξεκίνησε την Τετάρτη 3 Οκτωβρίου με το ντοκιμαντέρ «Cafe with Pina» της Anne Linsel. Η προσωπικότητα της χορογράφου σκιαγραφείται από ένα άλλο πρίσμα, πολύ πιο μετωπικό από την ταινία «Pina» του Wim Wenders, μέσα από ένα ενδοσκοπικό ξεδίπλωμα των συναισθημάτων της αναφορικά με την χορογραφική μέθοδο και τους χορευτές που χρησιμοποιεί. Η εσωστρεφής χορογράφος ανοίγει τον εαυτό της και εξηγεί πως επέλεξε το δρόμο του αγνώστου και όχι τα στρατηγικά βήματα της «πεπατημένης», προκειμένου να δημιουργήσει ένα νέο «είδος». Το «είδος» αυτό αποτελείται, όπως λέει η Pina, από ένα παζλ συναισθηματικών στιγμών ή στιγμιότυπων που ενώνονται για να συνθέσουν ένα ενιαίο χορογραφικό θέμα, να αρθρώσουν ένα συμπαγές οικοδόμημα, το οποίο όμως είναι ανοιχτό σε πολλαπλές αναγνώσεις. Παρομοίως με την μούσα τους, οι χορευτές ξεδιπλώνουν τα συναισθήματα τους για εκείνη, συναισθήματα ενός απέραστου πόνου και μιας βαθιάς ερωτικής σχέσης. Αναλογίζονται τους τρόπους με τους οποίους η Pina χάραξε τις ζωές τους, άλλαξε τη σχέση τους με το περιβάλλον και τον εαυτό τους, διεγείροντας την σκέψη και καλώντας τους σε διαρκή ενατένιση και αισθητικοποίηση της εμπειρία τους. Στην ατμόσφαιρα του film η οσμή του θανάτου είναι διάχυτη και πλανάται σε αναμονή, γύρω από το μελαγχολικό πρόσωπο της χορογράφου. Την Παρασκευή 5 Οκτωβρίου το Φεστιβάλ άνοιξε την αυλαία του με το ενεργητικό και πρόσχαρο «Guillem on the Edge» του Francoise Ha Van Kern, ακολουθώντας βήμα βήμα την Sylvie Guillem στις τουρνέ της στο Τόκιο, Λονδίνο, Νέα Υόρκη, Παρίσι, καθώς και στις πρόβες και στα παρασκήνια των παραστάσεων και σε συναντήσεις της με τον Akram Khan και τον Russell Maliphant. Η Guillem, αν και αρκετά απόμακρη μπροστά στο φακό, παραδίδεται για λίγο με ειλικρίνεια αποκαλύπτοντας το φόβο που νιώθει μια χορεύτρια μεγάλου βεληνεκούς, καθώς με την εξέλιξη και τελειοποίηση της κινησιολογίας της οι απαιτήσεις συνεχώς πολλαπλασιάζονται και μαζί με αυτές αυξάνεται και ο φόβος. Όπως και στην Bausch το άγνωστο και το καινούργιο αποτελούν τις κινητήριες δυνάμεις και συγκροτούν μια πεποίθηση που την ωθεί να συνεχίσει και να μείνει πιστή σε ένα ασχημάτιστο όραμα. Συναρπαστική ήταν και η προβολή της ταινίας χορού για την όπερα «Dido and Aeneas» του Henry Purcell σε χορογραφία Sasha Waltz. Μόνο δέος και συγκίνηση αισθάνεται κανείς βλέποντας τέτοιες εκπληκτικές παραγωγές. Οι 12 χορευτές της Sasha Waltz ενσωματώνουν τις φωνές των σολίστ όπερας, σε μια αισθαντική κίνηση να φωτίζει τις πιο έκδηλες και μύχιες πτυχές της ανθρώπινης ζωής, την εκστατική χαρά, τα βάθη του έρωτα, τη μελαγχολία, την απόγνωση του ανέλπιστου, την σαρκικότητα και την εμμονή για εξουσία. Η έντεχνη μετατροπή του γκροτέσκου και της καρικατούρας σε τραγικό στοιχείο και η αρχιτεκτονική παράθεση των σωμάτων που μετουσίωναν εννοιολογικά σχήματα, ξεπέρασαν τα όρια κάθε φαντασίας. Στην ατμόσφαιρα και στα κουστούμια συνδυάστηκε η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή γοητεία με την δυτικοευρωπαϊκή αισθητική που αντλούσε στοιχεία από το Μεσαίωνα και την Αναγέννηση. Το film ασκούσε με λεπταίσθητο τρόπο κοινωνική κριτική στην ετεροκανονικότητα, τον ναρκισσισμό, την ανθρώπινη μοναχικότητα και τη δυαδικότητα σε αρμονία ή δυσαρμονία. Από τις προβολές video dance μας τράβηξε την προσοχή το Gravity // Un Reve de Demain της Natalia Dufraisse και Filip Piskorzynski, το οποίο δικαιολογημένα προβλήθηκε όλες τις ημέρες, καθώς και το αφαιρετικό Unnamed Soundsculptur του Daniel Franke & Cedric Kiefer και από τα ελληνικά το απέριττο «sleeping beauty» του Χάρη Κούσιου. Για τις ελληνικές συμμετοχές θα περιμέναμε κάτι πιο δυναμικό και μια συμπόρευση με το πνεύμα της εποχής. Όπου αυτή η συνάντηση επιχειρήθηκε όπως στο Think-Erase-Move της Marias Katsipataki το συναίσθημα αποστερήθηκε από την κίνηση και σε άλλες περιπτώσεις ελληνικών συμμετοχών υπήρξε μια τάση ουδετεροποίησης ή εξωραϊσμού. Ιδιαίτερα ενδοσκοπικό και «αποσταθεροποιητικό» ήταν και το film για την χορογραφική φιλοσοφία της Deborah Hay, με τίτλο «Deborah Hay, not as Deborah Hay», μέλος του καινοτόμου κινήματος Judson Church (New York, 1962-1964) που αμφισβήτησε τις κανονικότητες της πρακτικής και θεωρίας του Σύγχρονου χορού, εφευρίσκοντας μέσα από χορογραφικούς πειραματισμούς τις αρχές του Μεταμοντέρνου χορού. Η Hay με το λαμπερό, γήινο χιούμορ της, μεταφέρει με απλότητα τους συλλογισμούς της και περιγράφει πώς αντιλαμβάνεται τον χορό. Ο χορός προκύπτει εδώ ως εσωτερικό ταξίδι στην αποδόμηση και αποσυναρμολόγηση του εαυτού και του πολιτισμικού. Προβάλλεται ως αναζήτηση πολλαπλών κατευθύνσεων και όχι μιας οδού και ως επικοινωνία με το κυτταρικό σώμα που εμπερικλείει αυτή την πολλαπλότητα εντός των τειχών του. Από αυτή την έννοια ο χορός είναι ένα τελετουργικό που συνδέει την νόηση με το «προ-αντικειμενικό σώμα» (Csordas, 1994), αφήνοντας απέξω την εκλογίκευση και ακολουθώντας το ενστικτώδες του εγκεφάλου. Σε αυτή την τελετουργική περιπλάνηση χορός και φωνή συντροφεύουν και αλληλοδιαπερνούνται. Τελικά, χορός είναι για τη Hay η βίωση και η έκφραση του «υπάρχειν» με πολλαπλούς τρόπους, μια οντολογία που εντοπίζεται στην φύση. Οι παραστάσεις χορού της Τετάρτης έλαβαν χώρα σε ένα κοινό πνεύμα συνδυάζοντας την σκοτεινότητα με το χιούμορ. Στο 1nflow ένα σεμνό work in progress, η Εμμανουέλα Κόρκη και ο Hamilton Monteiro ξεκινώντας από δυο τρομακτικές, μοναχικές πορείες – ο Monteiro με σπασμούς σώματος και η Κόρκη με «μυστηριακές» κινήσεις – εναρμονίζονται και συγχρονίζονται σταδιακά σε μια συνεχόμενη ροή που κινείται στα όρια της αφής και σε ρυθμούς μουσικής πιάνου. Πολύ έξυπνες ήταν οι μεταφορές βάρους και οι περιστροφές που απέπνεαν μια αίσθηση ισοτιμίας και παιδικότητας. Ο ρουχισμός των χορευτών σε μπεζ και γαλάζιους χρωματισμούς συνδυάστηκε με την αρμονία της κίνησης τους, δίνοντας την αίσθηση της ενατένισης ενός απέραντου γαλάζιου. Παρά την γλυκύτητα της χορογραφίας, αυτή θα μπορούσε να είχε δουλευτεί περισσότερο εννοιολογικά. Το POL15 που ακολούθησε με κύριο πρωταγωνιστή τον Ερμή Μαλκότση εμπνέεται από το ποίημα «Η Πόλις» του Κωνσταντίνου Π. Καβάφη. Πέντε ερμηνευτές διαμορφώνουν ένα παράξενο σκοτεινό θέαμα που μοιάζει να εκτυλίσσεται στα σοκάκια μιας πόλης φάντασμα, ενός μικρού gotham city όπου οι διαπλεκόμενοι αναλαμβάνουν ακαταλαβίστικες υπόγειες δράσεις. Ο Μαλκότσης, ένας αποπροσανατολισμένος αστικός νίντζα, σε μια πρωτότυπη χορογραφία εμπνευσμένη από τις πολεμικές τέχνες της Ανατολής, γίνεται υποχείριο από μαυροντυμένους πολίτες ανάμεσα στους οποίους και ένας φωτογράφος. Μοιάζει να προσπαθεί να ανακαλύψει έναν ήπιο τρόπο για να διαφύγει από την πόλη (που ταυτίζεται με τον εαυτό του) σε αντίθεση με τις επιθετικές πράξεις επιβολής εναντίον του, ρόλο που αναλαμβάνει περίτεχνα κυρίως ο Γιάννης Καρούνης. Και εκεί που όλοι νομίζουμε ότι τα πράγματα «σοβαρεύουν», η ατμόσφαιρα αλλάζει δραματικά και μετατρέπεται σε ένα αυθόρμητο κωμωδιακό δρώμενο με σουρεαλιστικά χτυπήματα του Μαλκότση πάνω σε τσαλακωμένα χαρτιά (με το ποίημα του Καβάφη) που πετάγονται ακόμα και στους θεατές. Έτσι η σκοτεινότητα σπάει εντελώς και η παράσταση ολοκληρώνεται με ένα αναπάντεχο τραγελαφικό τέλος, κάνοντας μας να ξεκαρδιστούμε, όπου το καπέλο του Μαλκότση – συμβολίζοντας μάλλον τη φυγή του – κατατρώγεται από τους συμπρωταγωνιστές του. Χαριτωμένη προσπάθεια, μας άγγιξε με έναν ανάλαφρο τρόπο όσον αφορά τις τάσεις φυγής από το αστικό μας κέντρο – καθώς και την ίδια τη χώρα – και τον διαρκή έλεγχο, τον κατακερματισμό και τη βία που παράγει. Την πρώτη παράσταση της Παρασκευής άνοιξε η Έμυ Κορφιά με το Could be Anyone, σε εξαιρετική μουσική του Ηλία Βαφειάδη χορεύοντας ένα δυνατό σόλο αποτελούμενο από σκληρές εκφράσεις σώματος και προσώπου ενσαρκώνοντας το αυτό-βασανιστήριο της απόλαυσης της σκληρής όψης του εαυτού διαχεόμενη με σφρίγος προς τα έξω. Ο εαυτός γιορτάζει το προφανές της εξουσίας του αλλά και αυτοπεριορίζεται από την σκληρότητα του. Το τέλος δίνεται με απέκδυση. Η λιτή αυτή χορογραφία, που χρησιμοποίησε κυρίως τα χέρια και στοιχεία από Butoh, θα μπορούσε να είχε επενδυθεί προς το τέλος και με μια άλλου τύπου εξέλιξη πέραν της απέκδυσης. Εκτός από την μουσική και την επιτέλεση εξαιρετικό ήταν και το λευκό κουστούμι με το κόκκινο φινίρισμα. Η παράσταση που μας δυσκόλεψε και μας προβλημάτισε ωστόσο ήταν η Penelope – dust in our awakened dreams, της Αθανασίας Κανελλοπούλου σε συνεργασία με τους Rubberbodies Collective. Η Κανελλοπούλου είναι αδιαμφισβήτητα μια καταξιωμένη και ταλαντούχα χορεύτρια που έχει χτίσει ένα πολύ προσωπικό ύφος χορού και μια κινησιολογία περιστρεφόμενη γύρω από την εγκλωβισμένη και δυσθυμική θηλυκή υποκειμενικότητα. Ωστόσο η επανάληψη της ίδιας θεματικής μπορεί να οδηγήσει σε μια ανακύκλωση των εννοιών και κατηγοριών που θέτει, ενώ αντιθέτως, ο πειραματισμός της με καινούργιες φόρμες κίνησης και εννοιολόγησης θα μπορούσε να την απελευθερώσει από νοηματικά αδιέξοδα. Η παράσταση είχε δυνατά σημεία, όπως τη μετατροπή του σώματος σε άγριο και απροσδιόριστο ζώο, οντότητα, αντικείμενο. Η Κανελλοπούλου φαίνεται πως είναι πολύ καλή στο «τσαλάκωμα» της ενσώματης υποκειμενικότητας και στην τερατοποίηση της. Όμως, το έργο ήταν υπερβολικά μεγάλο με αποτέλεσμα οι έννοιες, οι συνειρμοί, οι κορυφώσεις να χαθούν μέσα στις διαρκείς επαναλήψεις και αυξομειώσεις της έντασης. Οι έντονες κινήσεις επιστρατεύονταν σε στιγμές που δεν ήταν καθόλου αναγκαίες και κατέστρεφαν τη ροή του χορογραφικού κειμένου. Το έντονο και το σπασμωδικό δεν δικαιολογούταν πάντα και ο θεατής δεν μπορούσε να αφουγκραστεί την αιτία για κάτι τέτοιο. Ως επί το πλείστον οι διαδικασίες εξαφανίζονταν στην παράσταση και το άμεσο σωματικό βίωμα δινόταν πολύ εύκολα και πολύ γρήγορα. Οι έννοιες χρειάζεται να προκύπτουν πιο μαλακά και σε αρμονία μεταξύ τους και όχι ως αποτέλεσμα μιας ad hoc ή μονοδιάστατα (δυστυχισμένης) πορείας. Η κυρίως δράση έπρεπε να είχε κορυφωθεί πιστεύω σε ορισμένο σημείο (ίσως μετά το πνίξιμο από τις φωτογραφίες) και όχι να παλινδρομεί συνεχώς σε ένταση κουράζοντας το κοινό. Τελικά δεν μας δόθηκε καθαρή εικόνα για το ποια ήταν η Πηνελόπη, γιατί βρέθηκε σε αυτή την κατάσταση και ποια μπορεί να ήταν τα αφυπνισμένα της όνειρα. Οι συμβολισμοί που χρησιμοποιήθηκαν συνεπώς δεν περνούσαν εύκολα στο κοινό και το έργο θα είχε περισσότερες προοπτικές αν ξαναδουλευόταν με λιγότερες επαναλήψεις. Το Encounter της Κυριακής, αν και σχετικά «μαγκωμένο» στην επιτέλεση του αποτύπωσε την ανάγκη δυο ανθρώπων να έρθουν σε επαφή χωρίς να βρίσκονται ποτέ μαζί, κινούμενοι σε διαφορετικές κατευθύνσεις, ωστόσο ταυτόχρονα συγχρονισμένοι παραδόξως μέσα από την αποσύνθεση της κίνησης τους. Ξεχωριστή ιδέα, μολονότι εξίσου μακροσκελής παράσταση που θα κέρδιζε πολύ περισσότερα εάν ήταν πιο συνοπτική. Σαν τελικό σχόλιο και με κάθε εκτίμηση και σεβασμό προς όλους τους καλλιτέχνες που συμμετείχαν θεωρώ πως χρειάζεται περισσότερη διάνοιξη και εμβύθιση σε κοινά και αμφίσημα συναισθήματα βιωμένα στο «τώρα» που μπορεί να είναι μεν πολυσύνθετα ή να μην είναι εύκολα προσεγγίσιμα ή καθαρά αλλά αξίζει να αντιδράσουμε και να εντρυφήσουμε σε αυτά. Η προσπάθεια είναι σημαντική έχοντας απέναντι μας ένα κοινό που χρειάζεται και αποζητά να κατανοήσει το συγκεχυμένο που το διαπερνά ατομικά και μαζικά σε ιδιαίτερα δύσκολες και πρωτόγνωρες κοινωνικο-πολιτικές συνθήκες. Ας μην ξεχνάμε ότι η τέχνη δεν είναι απλώς έκφραση της βιωμένης προσωπικής εμπειρίας. Χωρίς να είναι πάντα αυστηρά «στρατευμένη» ή «πολιτική» μπορεί να αποτελέσει, ή να προσπαθήσει να αποτελέσει, μια ερμηνευτική που αποκωδικοποιεί την ανθρώπινη συνθετότητα, τον διαμεσολαβητή του προσωπικού με το δημόσιο, τον συνδετικό κρίκο ανάμεσα στο αχανές και το προσδιορισμένο. Ίσως αυτό να είναι και το διακύβευμα του επόμενου Athens Video Dance Project.
Ναταλία Κουτσούγερα Csordas, Thomas, J. (1994) Embodiment and Experience: The existential ground of culture and self. Cambridge: Cambridge University Press. Το 3o Athens Video Dance Project διενεργήθηκε από τις 3 έως τις 7 Οκτωβρίου 2012 στο θέατρο του Νέου Κόσμου |