της Ναταλίας Κουτσούγερα
O Σπύρος Κουβαράς είναι ένας δημιουργός που έλκεται πάντα από τις μεταμοντέρνες και μετανθρωπιστικές θεωρίες, την ψηφιακότητα και την αισθητική της συνάθροισης που τον οδηγούν στο να αποτινάξει πλήρως κάθε σύνδεση με τις αναπαραστάσεις συμπαγών ταυτοτήτων στην περφόρμανς και στο χορό.
Η μασκοφορία και η επικάλυψη του προσώπου που λαμβάνουν χώρα σε ατμόσφαιρες τελετουργικής μυσταγωγίας αποτελούν μόνιμες τακτικές στα δημιουργήματά του και μετουσιώνουν την έμφαση στη σωματικότητα, στην συγχώνευση ζώου και ανθρώπου, μηχανής-ανθρώπου, ανθρώπου-θεού, ανθρώπινων όντων, ψηφιακού και μη ψηφιακού σώματος, πλασματικού και πραγματικού χρόνου, παρόντος και μέλλοντος. Αυτή τη φορά όμως χτίζοντας ένα διαφορετικό αισθητικό σύμπαν που βασίζεται ξανά στην διάρρηξη του τώρα και του μετά καταφέρνει όσο ποτέ άλλοτε να μας μεταφέρει μέσα από μια ακατάπαυστη ροή στις μύχιες αισθήσεις του σύγχρονου κόσμου που τρέφει ένα σώμα σε υβριδικότητα, μεθοριακότητα, ακρότητα αλλά και σε απάθεια. Ένα από-υλοποιημένο σώμα διαρκούς συγχώνευσης με το τεχνολογικό και το δυνητικό. Ένα σώμα απρόσωπο και ανέπαφο ακόμα και όταν συνδέεται με άλλα σώματα ή όταν βρίσκεται στην ύστατη στιγμή ενός πραγματικού ή συμβολικού θανάτου. Ο χορογράφος σε αυτό το έργο παίζει διαρκώς με τους εννοιολογικά αντιστιξιακούς δυισμούς: συλλογικό-ατομικό, τώρα-μετά, υλικό-άυλο, ένωση-διάσχιση, συνοχή-διάχυση.
Ο συγκεκριμένος λιτός και επίπεδος χώρος της παράστασης, αλλά και η ίδια η τοποθεσία του βιομηχανικού Πάρκου ΠΛ.ΥΦ.Α - χώρος ενθύμησης της παλαιάς Αθήνας – περιγράφουν σημειολογικά το (μετα)περιβάλλον της παράστασης ωσάν «ένα τοπόσημο μιας άλλης εποχής σε παραλληλία με την posthuman αισθητική του έργου» όπως δηλώνει ο χορογράφος. Οι απρόσωποι τέσσερις δρώντες με τις φουτουριστικές γκρί φόρμες και τις ασημί σπάρκλινγκ μαντίλες που καλύπτουν όλο το κεφάλι και τα χαρακτηριστικά του ξεχύνονται στην αίθουσα του παλαιού βιομηχανικού κτιρίου. Προσομοιάζουν με φαντασμαγορικούς εξωγήινους που θυμίζουν εκδικητικούς αιγύπτιους θεούς (κάτι από το έργο Stargate της δεκαετίας του 90 ή το Predator) και παρά τις αργές δονούμενες κινήσεις τους, ξετυλίγουν μια σιωπηλή αμήχανη δράση που είναι καθόλα τρομακτική. Η αοριστία είναι διάχυτη και οι φωτισμοί που μεταμορφώνουν τα λευκά σώματα δημιουργούν ένα (μετα)μυθικό κλίμα θεογονίας. Την ένταση και την απορία την ενισχύει και το αμφιλεγόμενο του φύλου τους, κάτι που αναπαριστά την ετεροκανονική φοβία για το τερατογενές του άφυλου και του διαφυλικού. Είναι όντα που μπορεί να είναι ετεροσεξουαλικά αλλά και όχι, μπορεί να φαίνονται αρχικά έμφυλα αλλά σε μια πορεία να από-εμφυλοποιούνται ή να αλλάζουν έμφυλες προτιμήσεις, ταυτοποιήσεις και θεσιακότητες.
Το κινητικό μοτίβο του Σπύρου Κουβαρά στο μεγαλύτερο μέρος του έργου είναι δονούμενο στην εξαιρετική σύνθεση και μουσική ποιότητα που παρέχει ο Γιώργος Κουβαράς ο οποίος συνοδεύει όπως πάντα τα έργα του χορογράφου. Τα σώματα των χορευτών/τριών εναρμονίζονται σε ρυθμούς που θυμίζουν rave δρώμενο, κάτι που σημειολογικά ταυτίζεται με το συγχωνευτικό, το χαώδες, το απρόσωπο αλλά και το έντονο. Άλλοτε πάλι υπακούοντας στην αφαιρετική διάθεση του χορογράφου αλλά και της ίδιας της ροής της χορογραφίας διαμορφώνουν γεωμετρικά σχήματα ή λικνίζονται σε χορευτικά μοτίβα belly dance και μετατρέπονται σε σημεία, δίκτυα και αστερισμούς. Σε όλη τη διάρκεια όμως παραμένουν μετα-ανθρώπινα σώματα σε ένταση και αδιάκοπη σχεσιακότητα που αποποιούνται κάθε ουσιοποίηση. Αντανακλούν την εποχή μας όπου το γρήγορο και το απρόσωπο κυριαρχούν όπως και οι πολλαπλοί εαυτοί, η πολυπλοκότητα, η μύχιες σκέψεις, η πολυπλοκότητα και η πλασματικότητα.
Σε ένα ενδιαφέρον σημείο της παράστασης οι χορευτές/τριες σχηματίζουν ένα τετράγωνο περιχαράζοντας τον χώρο τους σε μια σημειωτική κίνηση διάκρισης ενός μη προσωποποιημένου χώρου ταυτότητας ως ένδειξη ενός συλλογικού ατομοκεντρισμού. Το στήθος προτάσσεται ως το απώτατο σύμβολο και κέντρο της ταυτοποίησης, της ευζωίας, της συγχώνευσης αλλά και της ευαλωτότητας (κάτι που βιώσαμε και στη διάρκεια της πανδημίας) και γι’ αυτό ο Κουβαράς το τονίζει σε κάθε δυνατότητα. Η γυμνότητα δεν συνδέεται καθόλου στο μάτι του/της θεατή με τη σεξουαλικότητα ακόμα και στις πιο «ερωτικές» στιγμές και με αυτόν τον τρόπο ο δημιουργός αποδομεί την κατεστημένη πορνογραφική Δυτική ματιά και αποσεξουαλικοποιεί τόσο το γυναικείο όσο και το αντρικό σώμα. Η ένωση του σώματος με την τεχνολογία αλλά και τη φύση αποδυναμώνει προς στιγμήν την ανθρώπινη κυριαρχία επί των δυο. Ωστόσο η ανθρώπινη τάση για επιβολή βρίσκει δίοδο ακόμα και στα ανέπαφα ερωτικά φιλιά που δίνουν οι χορευτές/τριες έξω από τις μαντίλες τους. Για τον Κουβαρά τα μοντέλα μπορεί να είναι πολλά αλλά ταυτόχρονα οι φόρμες της καθημερινής βιοεξουσίας μπορεί να παίρνουν πολύ χαρακτηριστικές μορφές – έμφυλες και βαθιά πολιτικές – και να διαπερνώνται από μια βία υποδόρια και αδιαφανή αλλά καθόλα αποτελεσματική.
Αυτή η υποβόσκουσα βία και ο ανταγωνισμός είναι ακατάπαυστα και οι πληγές δεν επουλώνονται ποτέ παρά παράγουν διαρκείς συμβολικούς θανάτους. Γι αυτό και τα σώματα των χορευτών/τριών ακόμα και στον επίλογο του έργου όπου αποκαλύπτουν τις ανθρώπινες-συναισθηματικές τους διαστάσεις, ιδιότητες και ποιότητες μπορούν και επικοινωνούν μόνο σε ένα μετά-σύμπαν και όχι σε έναν πραγματικό χρόνο. Ο ρεαλιστικός χρόνος του τώρα για τον Κουβαρά δεν υπάρχει αλλά μετα-τοπίζεται σε κάτι ονειρικό και υπερβατολογικό για τα υποκείμενα που διαντιδρούν σε ένα επίπεδο ψηφιακότητας και δυνητικότητας που διαλύει κάθε απτή υπόσταση αλλά και «ουσιαστική» διασωματικότητα. Έτσι το τσακάλι της βορείου Αμερικής (coyote) είναι ο σύγχρονος μετα-ανθρώπινος πλάνητας που δεν σταματά ποτέ να είναι μοναχικός, αχανής και αιμοβόρος ακόμα και όταν φαίνεται άκακος.
Ναταλία Κουτσούγερα